Γιατρέ μου, είμαι άντρακλας αστυνομικός, αλλά δε μπορώ να πιάσω δολοφόνο, γιατί έχω δύο παιδάκια να ταΐσω. Γιατρέ μου, κάτι μέσα μου μ’ εμποδίζει να πιάσω πλούσιους που κάνουν όλες τις αυθαιρεσίες του κόσμου για να τα κονομήσουν. Δεν ξέρω, φοβάμαι ότι έτσι θα ρίξω το δείκτη ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας μας. Πάω να πιάσω έναν κουκουλοφόρο και φοβάμαι, όχι μόνο ότι μπορεί να είναι συνάδελφός μου, αλλά αισθάνομαι ότι χωρίς κουκουλοφόρους δεν θα ξαναγίνουν διαδηλώσεις, ώστε να δικαιολογώ το μισθό μου και θα με βάλουν να πιάνω κλέφτες, κάτι κακό για τη ρευστότητα στην αγορά. Γιατρέ μου, γου-δού, γαργαλάω και δέρνω έλεγα, όμως δε μπορώ να συλλάβω ούτε βιαστές, γιατί ακούω μέσα μου μια φωνή που μου λέει, «Μακριά από το δικό σου κώλο.»
Είδα στον ύπνο μου ότι συνέλαβα δύο χουλιγκάνους και αυτοί βγάλανε τα σίδερα από το παράθυρο του κελιού τους μαζί με είκοσι τούβλα από τον τοίχο και τα πήγανε στο γήπεδο. Φεύγοντας σπάσανε και τα τζάμια του αστυνομικού τμήματος. Δε μπορώ να συλλάβω ούτε χουλιγκάνους. Είμαι καλά γιατρέ μου; Δε μπορώ να συλλάβω ούτε κακούς, ούτε κακούς. Τις πουτάνες και τα κλεφτρόνια τ’ αφήνω να κυκλοφορούν ελεύθερα τα δόλια. Διστάζω να συλλάβω έξυπνους, ντρέπομαι να συλλάβω βλάκες. Φοβάμαι να συλλάβω ρουφιάνους, μαφιόζους και λαθρέμπορους. Παλιά, γιατρέ μου, ξέσπαγα συλλαμβάνοντας κακόμοιρα πρεζόνια και αλλοδαπούς. Δε μου κάνει πια καρδιά να συλλάβω ούτε αυτούς.
Μου ήρθε να παραιτηθώ από το σώμα και το πνεύμα της Αστυνομίας, γιατρέ μου. Πήγα να το πω στον διοικητή μου, αλλά μου 'παν ότι κάποιοι τον συνέλαβαν και μου έφυγε αυτό που μου ήρθε, έτσι δε μπορώ ούτε να παραιτηθώ, ούτε φυσικά και να μείνω. Ζήτησα από συναδέλφους μου να με συλλάβουν κι εμένα, μπας και γλιτώσω, αλλά εκείνοι σφύριζαν αδιάφορα φοβούμενοι μην έχω κάνα καλό δικηγόρο και μπλέξουνε άσχημα κι αυτοί. Δε μπορώ ούτε να κάτσω ούτε να φύγω. Τι να κάνω γιατρέ μου; Το μαλάκα; Κάτι πιο δύσκολο δεν έχεις, να βάλουμε και λίγο ιδρώτα μπας και χάσουμε κάνα κιλό;
Είδα στον ύπνο μου ότι συνέλαβα δύο χουλιγκάνους και αυτοί βγάλανε τα σίδερα από το παράθυρο του κελιού τους μαζί με είκοσι τούβλα από τον τοίχο και τα πήγανε στο γήπεδο. Φεύγοντας σπάσανε και τα τζάμια του αστυνομικού τμήματος. Δε μπορώ να συλλάβω ούτε χουλιγκάνους. Είμαι καλά γιατρέ μου; Δε μπορώ να συλλάβω ούτε κακούς, ούτε κακούς. Τις πουτάνες και τα κλεφτρόνια τ’ αφήνω να κυκλοφορούν ελεύθερα τα δόλια. Διστάζω να συλλάβω έξυπνους, ντρέπομαι να συλλάβω βλάκες. Φοβάμαι να συλλάβω ρουφιάνους, μαφιόζους και λαθρέμπορους. Παλιά, γιατρέ μου, ξέσπαγα συλλαμβάνοντας κακόμοιρα πρεζόνια και αλλοδαπούς. Δε μου κάνει πια καρδιά να συλλάβω ούτε αυτούς.
Μου ήρθε να παραιτηθώ από το σώμα και το πνεύμα της Αστυνομίας, γιατρέ μου. Πήγα να το πω στον διοικητή μου, αλλά μου 'παν ότι κάποιοι τον συνέλαβαν και μου έφυγε αυτό που μου ήρθε, έτσι δε μπορώ ούτε να παραιτηθώ, ούτε φυσικά και να μείνω. Ζήτησα από συναδέλφους μου να με συλλάβουν κι εμένα, μπας και γλιτώσω, αλλά εκείνοι σφύριζαν αδιάφορα φοβούμενοι μην έχω κάνα καλό δικηγόρο και μπλέξουνε άσχημα κι αυτοί. Δε μπορώ ούτε να κάτσω ούτε να φύγω. Τι να κάνω γιατρέ μου; Το μαλάκα; Κάτι πιο δύσκολο δεν έχεις, να βάλουμε και λίγο ιδρώτα μπας και χάσουμε κάνα κιλό;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου