Λούμπα Κουτσούμπα
ΚΑΡΙΩΤΗΣ VS ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ
Μπαίνει με επαναστατική αμφίεση, σημαία κ.τ.λ. Τραγουδά.
Αυτό είναι αντάρτικο. Το λέω με τη φωνή της Δανάης. Δε μιλάω για την παλιά Δανάη, αλλά για την καινούργια που ενσαρκώνω εγώ, την καραφλή τραγουδίστρια τη Δανάη Λάμα.
Α, ρε πότε θα πάρουμε την εξουσία να το κάνουμε εθνικό ύπνο; Θα πάρουμε, τι θα πάρουμε…. Αλλά μη λέω τέτοια. Εγώ ποτέ δεν ήμουνα παραπονεμένος κομμουνιστής κι ας έβγαινα καμιά φορά παραπονούμενος στην αναφορά. Και το κόμμα πάντα στο πλάι μου να με βοηθάει. Μια φορά ο καθοδηγητής μου είπε να πάω περιφρούρηση στον Περισσό και είχα το θράσος να σκεφτώ να ζητήσω εξαίρεση, «Ξέρεις, σύντροφε, το συκώτι μου είναι χάλια». Και ο σύντροφος με κατάλαβε. «Χάλια το συκώτι; Ε, μην το δουλεύεις. Πιάσε κάνα νεφρό. Το καλό, όμως. Το αριστερό. Άντε, τράβα στον Περισσό και καλό ξημέρωμα».
Πάνω απ’ όλα υγεία, λοιπόν. Δούλευα για την επανάσταση μέρα-νύχτα, νύχτα-μέρα και νύχτα-νύχτα, μέρα-μέρα, αλλά…. ποτέ δεν ήμουν ικανοποιημένος με την προσφορά μου. Αυτό πρέπει να το ομολογήσω. Αν είχα κάνει όλα όσα μπορούσα, σίγουρα η επανάσταση θα ήταν πιο κοντά. Όχι πως αργεί. Οι επαναστάσεις δεν έρχονται ούτε αργά, ούτε νωρίς. Έρχονται ξαφνικά. Απ’ τη μια μέρα στην άλλη. Γιατί αυτό που δεν έρχεται από τη μια μέρα στην άλλη δε θα ’ρθει ποτέ. Χθες, έλεγε ο σύντροφος ο Λένιν, χθες ήταν νωρίς, αύριο είναι αργά. Οι επαναστάσεις έρχονται πάντα σήμερα. Ναι, σύντροφε Βλαδίμηρε, το σήμερα όμως είναι που δεν έρχεται. Όχι πως θέλω να κριτικάρω το προτσές ή τη διαλεκτική του. Πάντως οι αντικειμενικές συνθήκες για επανάσταση είναι ώριμες, οι υποκειμενικές είναι λίγο συμβιβασμένες με την αγουρίδα. Το καπιταλιστικό σύστημα είναι έτοιμο να καταρρεύσει οικειοθελώς, αλλά δεν το θέλει αυτό ο κόσμος. Πότε ωριμάζουν αυτές οι υποκειμενικές συνθήκες της ανατροπής; Και πώς ωριμάζουν; Γιατί πρέπει να το πάρουμε είδηση από πριν. Κοκκινίζουν τα μάγουλα της εργατικής τάξης, τα βλέπουμε και δίνουμε εντολή πάμε; Γιατί αν δε δώσουμε εμείς εντολή επανάσταση δε γίνεται. Που δε γίνεται. Όχι ότι φταίει το κόμμα γι’ αυτό. Α, όλα κι όλα. Ό,τι κάνει το κόμμα το κάνει σωστά. Ακόμα και τα λάθη του. Όχι ότι κάνει λάθη, βεβαίως.
Γιατί όμως δε μας ξηγιέται η επανάσταση ότι ναι μεν θα έρθει εντελώς ξαφνικά, αλλά μετά από, ας πούμε, πέντε, άντε δέκα χρόνια ξαφνικά. Να έχουμε μια χαλάρωση, να μαζέψουμε δυνάμεις, να βγούμε φρεσκαδούρες στο μετερίζι. Όχι ότι δεν είμαστε πάντα στο μετερίζι. Όλα κι όλα. Εγώ δε μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια τελευταία. Τα τελευταία 40 χρόνια,. Ακούω ελικόπτερο στον ύπνο μου και λέω φύγανε οι λακέδες των αστών νύχτα, να πα να πω στην επανάσταση να τσακιστεί να έρθει. Ξυπνάω, ντύνομαι, χτενίζομαι, βάζω την αρβύλα ή τις ελβιέλες, ό,τι βρω πρόχειρο, παίρνω τη χλαίνη ν’ ανέβω στο βουνό στον Υμηττό. Ωρίμασαν, λέω και οι υποκειμενικές συνθήκες, εμπρός….. Αλλά κρατάω και μια πισινή, όπως όλες οι συνετές δυνάμεις πρέπει να κάνουν. Μη μας πάρουν και για αριστεριστές. Λέω, σύντροφε, δε θα βγεις σαν το κριάρι απ’ ευθείας στο βουνό, μπορεί να έχει και κίνηση στο δρόμο, θα πάω κατ’ αρχάς στο κοντινό παρκάκι ως εμπροσθοφυλακή, έχει κι ένα λοφάκι εκεί, δεν είναι βουνό, αλλά… λοφάκι καλό είναι κι αυτό στην πρώτη φάση… Εκεί που τσιμπήσανε πιάσανε τον άλλο με την καμπαρντίνα ξεβράκωτο για επιδειξία. Αυτό σκέφτομαι και το αντιδραστικό δικαστικό σύστημα με στέλνει πίσω και ξαναπέφτω για ύπνο. Δεν πειράζει. Τουλάχιστον τον ύπνο, έστω τον λειψό, δεν τον χάνω, γιατί κι αυτός είναι ταξικό όπλο, να κρατάς δυνάμεις όταν ξέρεις ότι οι υποκειμενικές συνθήκες δεν ωρίμασαν απόψε. Έτσι όμως που οι αντικειμενικές συνθήκες ωρίμασαν τόσο πολύ εδώ και τέσσερα-πέντε συνέδρια του κόμματος, φοβάμαι μην πέσει ο καπιταλισμός μόνος του και δεν προλάβουμε να τον επαναστατήσουμε, ως θεατές των εξελίξεων. Ξέρεις τι είναι να έρθει ο σοσιαλισμός και να μην έχει ειδοποιήσει ούτε την κεντρική επιτροπή; Ανησυχώ μην υπεισέλθει μετά απογοήτευση στην οργάνωση. Όχι πως δεν έχει υπεισέλθει η απογοήτευση. Μας έχει μπει από κάτω πολλές φορές.
Ναι, κάποιοι σύντροφοι λυγίζουν και προσκυνούν το καπιταλιστικό σύστημα, τους πετάμε με τις κλωτσιές, αλλά εγώ που δε σταματώ ποτέ τον αδυσώπητο αγώνα, τους συμπονάω. Που και δίκιο να είχαν κάποιοι προδότες, σύντροφοι, αλλά προδότες, αυτό το δίκιο δεν κάνει καλό στο κόμμα να το λες. Το λέει και το κόμμα. Το ότι συμπάσχω με κάποιους προδότες, συντρόφους πάντα, δε μειώνει την πίστη μου στο κόμμα, όπως πιθανώς πουν κάποιοι. Εντάξει, ορισμένοι δεν είναι τόσο πιστοί. Μιλάνε και για λάθη, αν είναι δυνατόν, λες και το κόμμα δε λέει την αλήθεια. Και μάλιστα όχι τη δική του υποκειμενική αλήθεια, αλλά την απόλυτη, τη μοναδική αλήθεια που μόνο το κόμμα ξέρει και δε μας την κρύβει. Μου το έλεγε ο καθοδηγητής μου. «Να λες πάντα τη μπουτάνα την αλήθεια, όποια και να ’ναι, αρκεί να μην είναι η μάνα μου. Και να μη διαφωνεί το κόμμα».
Ό,τι και να πάθεις δεν εγκαταλείπεις το κόμμα. Εγώ με τους αγώνες μου κατάφερα λίγο να ωριμάσω τις υποκειμενικές συνθήκες και περισσότερο να μείνω άνεργος και δουλειά να μη βρίσκω, δεν έτρεξα όμως για βοήθεια στο κόμμα επί ματαίω. Σιγά μη φορτώσω στο κόμμα και το δικό μου πρόβλημα, τόσα που ’χει. Και τα λύνει όλα. Εντάξει; Αλλά τα έχει. Αν πήγαινα να βοηθηθώ, να δουλέψω δηλαδή στο κόμμα, θα το έκανα χωρίς να πληρώνομαι. Και να μου λέγανε να μου δίνουνε μισθό θα έλεγα όχι. Αυτό θα έφερνε σε δύσκολη θέση άλλους συντρόφους που η ανάγκη τους έκανε να πληρώνονται από το κόμμα, να διευθύνουν επιχειρήσεις, να είναι πλούσιοι και να παίρνουν και αυτοκίνητα και σπίτια του κόμματος. Από ανάγκη. Εγώ δε θα στεναχωρήσω κανέναν τέτοιο σύντροφο με την μηδαμινότητά μου να παίρνω και μισθό. Άσε που για να μείνω άνεργος πα να πει ότι δεν οργάνωσα εγώ σωστά τον αγώνα μου ώστε να υπάρχει αλληλεγγύη από συναδέλφους και να αποτραπεί η απόλυσή μου. Βαριά ευθύνη φέρω και μετανοώ. Αλληλεγγύη, δεν εννοούσα του Βαλέσα, σύντροφε, εσύ που σημειώνεις. Αν πήγαινα να δουλέψω στο κόμμα αυτά που θα πρόσφερα θα ήταν περισσότερα από οποιαδήποτε αμοιβή μου, αλλά μη μπλέκουμε στα καπιταλιστικά την τιμή και υπόσταση της κομματικής μου οντότητας. Στο κάτω-κάτω, σύντροφε, τι έκανα εγώ για το κόμμα; «Τι έκανες;» Τα πάντα έκανα. «Μόνο;» Απ’ το στόμα μου το πήρες. Τίποτα απολύτως αν όχι όλα.
Όλα για το κόμμα. Εγώ μικρότητες σε βάρος του κόμματος δεν έκανα ποτέ. Κι εγώ και η αγαπημένη η γυναίκα μου, η γυναίκα της καρδιάς μου, που κι εκεί σημειωτέον το κόμμα ήταν πάντα το τρίτο μου μισό, εγώ κι η γυναίκα μου όλα για το κόμμα. Ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Που δεν είχαμε. Μέχρι που το κόμμα από τρίτο έγινε το δεύτερο μισό μου, γιατί με παράτησε η γυναίκα μου μια Παρασκευή βράδυ. «Αγάπη μου», λέει, «Θες να περάσουμε ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο;» Φυσικά, λατρεία μου, της απαντάω. «Ωραία», μου λέει, «καληνύχτα και τα λέμε τη Δευτέρα στο γραφείο του δικηγόρου». Μου την έφαγε ο καθοδηγητής τη γυναίκα, αλλά μπροστά στην ηθική ακεραιότητα του κόμματος δε μ’ ένοιαξε. Στο κάτω-κάτω καλύτερη γυναίκα που πέρασε από τη ζωή μας είναι πάντα η επόμενη. Δε φοβάμαι τέτοια εγώ. Έκανα μέχρι στιγμής δύο πετυχημένους γάμους. Σιγά μη μείνω εκεί.
Μετά έχασα τη δουλειά μου, μού πήρανε το σπίτι, οι σύντροφοι με αποφεύγανε ως λούμπεν προλεταριάτο και δίκιο είχανε. Σιγά μην κλαιγόμαστε για την καπιταλιστική περιουσία που χάσαμε και δε μας έμεινε ούτε σάλιο. Εγώ πάντα έλεγα, «Μετά το θάνατό μου η περιουσία μου να πάει από κει που ’ρθε». Όχι πως ήρθε ποτέ. Μια μέρα ζήτησα από ένα σύντροφο πενήντα ευρώ δανεικά…. «Τι πενήντα ευρώ, ρε;», μου λέει και με επιπλήττει. «Αν είχα πενήντα ευρά, σύντροφε, θα χώριζα». Τι να ’λεγα, δίκιο είχε, μου ξέφυγε όμως ένα, «Α, ρε σύντροφε, δε θυμάσαι που κάποτε ήμασταν άφραγκοι και τρώγαμε ψωμί κι αλάτι. Εσύ το ψωμί κι εγώ τ’ αλάτι. Τώρα…» «Το ξέρω, ρε σύντροφε», με συνεφέρνει. «Μαλάκας ήμουνα, μαλάκας έμεινες. Αλλά μη σε νοιάζει. Πάντα θα είμαι εγώ εδώ για σένα. Εσύ να μην είσαι. Τόσα που περάσαμε, σύντροφε εμείς, είμαστε δύο και το αυτό».
Όχι πως με πείραξε η αυτή εφήμερη κατάσταση πριν την επανάσταση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Ψηλά τη σημαία. Δεν είχα και τίποτ’ άλλο να κάνω ή να πιάσω. Συνείδηση!... Όλα αυτά είπα, γίνονται για να δοκιμαστώ, να δοκιμαστεί η πίστη μου. Κι εγώ το κόμμα δεν το πρόδωσα να ζητήσω το δίκιο μου, δε θα διαπραγματευτώ με ένα σύστημα που θα γκρεμίσω και θα το κάνω σώσπαστο. Δε θα δώσω στον εχθρό μου απάγκιο να διαπραγματευτεί μαζί μου. Εγώ έχω σώας τα φρένας και τας γκάζιας. Το σανίδωσα κι έφυγα.
Προτίμησα να κλειστώ στο κομματικό μοναστήρι της οικογενείας μας. Στη στάνη της χαροκαμένης της θειας μου, που τον άντρα της, το θείο μου, τον έφαγε η Ουκρανέζα. Από καρδιά πήγε, στο δωματιάκι πάνω απ’ το σκυλάδικο. Πέρασα μοναστική κομματική ζωή. Γάλα, τυρί, βούτυρο, Καμπά, βραστή προβατίνα και ραδίκια. Ούτε εφημερίδες, ούτε τηλεόραση, ούτε περιοδικά, τίποτα. Μόνο στο εικονοστάσι το κομμουνιστικό μανιφέστο και ο Λένιν. Έτσι εξέτισα κι εγώ την ποινή που μου άξιζε στο μαντριπέλαγος γκούλαγκ, με μια βοσκοπούλα θεία μου. Κι αυτά από το βρώμικο 2012 μέχρι το 2015. Όχι όπως το βρώμικο ’99 που το ΠΑΣΟΚ μου έφαγε τα λεφτά στο χρηματιστήριο και μετανοούσα δέκα μέρες για την αμαρτία μου να γίνω μέτοχος σε καπιταλιστική επιχείρηση. Έγραψα δέκα φορές το ένα βήμα μπρος δυο βήματα πίσω. Στην κομματική μονή της θειας μου, ούτε φωνή ούτε ακρόαση από κανέναν στον κόσμο. Μόνο τον 902 άκουγα από το ράδιο, αλλά κι αυτόν μια μέρα τον έκλεισε το σύστημα το απάνθρωπο, να μην έχει η εργατική τάξη φωνή, αλλά πού θα πάει…. «Εγώ δε θα υποστείλω τη σημαία του αγώνα», είπα. «Θα βγω να γυρίσω τον κόσμο ανάποδα». Έλα όμως που ήδη ήταν γυρισμένος!...
Κατέβηκα ξανά στην πόλη κι όρμησα στην πρώτη διαδήλωση που με βρήκε μπρος της. Δεν ήξερα γιατί διαδήλωναν, όχι πως έχει σημασία, άρχισα για ζέσταμα να φωνάζω κατά του συστήματος, να βρίζω τους αστούς από γενική άποψη και όπως περίμενα ο μπάτσος δίπλα μου δήθεν ατάραχος μην καρφωθεί. Έτσι είσαι; Πλακώνω να βρίζω τη δεξιά, μέχρι και κάτι απίθανο την είπα. Την είπα άκρα. Και τότε ο μπάτσος δίπλα μου… να κοιτάει σαν πεινάλας τη γκόμενα που περνάει. Κάτι δε μου πήγαινε καλά. Με λαλήσαν τα μέσα μου. Θα βάλω μπρος τα χοντρά μέσα, είπα. Να τα καντήλια να κατεβάζω στη Μέρκελ, να στο ΠΑΣΟΚ, να στον Γιωργάκη, να στον Σημίτη, να στον Βενιζέλο, να στη Μάργκαρετ, μέχρι και τη Χαριλάου Τρικούπη στόλισα και ο μπάτσος δίπλα μου νάααα!.. Και να μου κάνει το σήμα της νίκης ο χαμογελάιδας. Τρελάθηκα. Με γαργαλήσανε τ’ αυτάρες μου. Τέτοια ειρωνεία από τα εγκληματικά κατασταλτικά όργανα δεν την φαντάστηκα ποτέ. «Τόσα που άκουσες, ρε», γυρίζω και… «Γιατί δε μου ρίχνεις ένα χημικό, ρε, να με ζαλίσει, να το φχαριστηθώ; το συνήθισα, ρε παιδί μου, τόσα χρόνια». «Δεν έχω χημικά πάνω μου», λέει, προφανώς για να με ξεφτιλίσει. Αλλά εγώ δεν έκανα ούτε μισό βήμα πίσω. «Κοπάνα την κεφάλα μου με το ρόπαλο, ρε, αν είσαι άντρας». Δεν έχω ρόπαλο πάνω μου», είπε για να με νευριάσει κι άλλο και να παρεκτραπώ. Δεν του έκανα τη χάρη όμως, απλώς πέταξα εύθυμα, «Γιατί δεν έχεις ρόπαλο, καλέ; Το ξέχασες στο σπίτι ή στα δημόσια ουρητήρια που το άφησες έξω από την Καλλιόπη μη σου χωθεί πουθενά; Ρίξε μου μια μπουνιά, μωρή σιγανοπαπαδιά!» Και τι γυρνάει και μου λέει ο σατανικός ένστολος τύπος; «Μα, ο λαός δεν είναι εχθρός μας. Εμείς βρισκόμαστε στις διαδηλώσεις για να προστατεύσουμε εσάς που διαδηλώνετε.» Μου πέσανε τα ψωμάκια. Το καπιταλιστικό σύστημα έχει πολλούς τρόπους να καταπολεμά το αγωνιστικό μας φρόνημα. Και πάνω που πήγα να του σβουρίξω καμιά… επιχείρημα… μου λέει «Σύντροφε, κράτα λίγο τη θέση μου». «Τι…;» Τι! Κι αντί να μου απαντήσει κατιτί μου αφήνει ένα τσουβάλι ασήκωτο να φυλάω και τρέχει πιο πέρα να σηκώσει ένα πανό που ’χε πάρει ο αέρας. Έδωσε και λίγο νερό σ’ ένα σύντροφο συνταξιούχο. Πολύ γουρούνια, λοιπόν οι μπάτσοι. Αλλά δε θα μας τσακίσουνε με κάτι τέτοια. Κι όλοι να του φέρονται μη μου άπτου όμως. Κι επιστρέφει ο μπάτσος και μ’ ευχαριστεί που του κράτησα το τσουβάλι, μόνο τα χέρια δε μου φίλησε, ποιος ξέρει τι πολύτιμο είχε εκεί και το ανοίγει το τσουβάλι και τι να δω μέσα; Ούτε τη μάνα του και τον πατέρα του στο τσουβάλι με τη γάτα να είχε. Άκου τι είχε μέσα στο τσουβάλι ο μπάτσος πλεόνασμα, φυσικά από το αίμα της εργατικής τάξης, που από την ώρα της γέννησής της εξ απαλών οδόντων, πληρώνει μέχρι και τις μίζες των μεσαζόντων για τις προμήθειες οπλικών συστημάτων, που το υποβρύχιο γέρνει, αλλά τον παίρνει τον πρωθυπουργό να το εγκαινιάσει.
Και από το τσουβάλι βγάζει ο μπάτσος χούφτες κόκκινα γαρύφαλλα κι άρχισε να τα πετάει να τα μοιράζει στον κόσμο. Αίσχος. Γαρύφαλλα ο μπάτσος; Και μάλιστα κόκκινα; Τι θα φωνάζω τώρα; «Μπάτσοι κουμμούνια γεωπόνοι»; Τρόμαξα. Μ’ έλουσε κρύο σάλιο κι ο ιδρώτας γλίστραγε στις πατούσες μου. Μας πήραν τα ιερά και τα γρόσι-α. Και το σπλήνα μας πήρανε.
Εκτός…. Εκτός, είπα, αν με δουλεύουνε όλοι ψηλό γαζί. Κοίταξα τη μαζική διαδήλωση στα μάτια, σήκωσα τη γροθιά μου, την αριστερή, να δώσω παλμό και… «Όχι στο ξεπούλημα της ΔΕΗ. Κρα-τική ΔΕΗ / νυν και αεί. Όλοι μαζί». Και τι ακούω γι’ απάντηση; «Καληνύχτα κι έφεξε. Ο σύντροφος ο Λαφαζάνης, η υπουργάρα μας το σταμάτησε αυτό». Τι λέτε, ρε σεις; Ο Λαφαζάνης υπουργός; Πώς επέτρεψε τέτοια γονυκλισία παλαιού στελέχους του το κόμμα και δεν τον εκτέλεσε; Το στομάχι μου έγινε τραμπολίνο. «Στο τέλος», μονολογώ, «θ’ ακούσω ότι κλείσανε φυλακή στη συντρόφισσα την Παπαρήγα για να μείνει το κόμμα ακέφαλο». «Ποια Παπαρήγα; Δεν είναι γραμματέας αυτή στο ΚΚΕ.» Το κατάπια αμάσητο κι έμπλεξα τα φρύδια με τις αμυγδαλές μου. Στο μυαλό μου. «Μη μου πείτε ποιος είναι τώρα, γραμματέας στο κόμμα. Δε θέλω να πέσω σ’ αυτή τη λούμπα, να πω ότι το κόμμα έκανε κωλοτούμπα και χορεύει ρούμπα, αμόλα καλούμπα και τρώει τουλούμπα, μηδέν δύο στην Τούμπα, ακούμπα. Μη, μη μου πείτε τ’ όνομα.
Ας μην ξοδεύουμε τις δυνάμεις μας σε εσωκομματικά. Ας απαντήσουμε στις προκλήσεις του συστήματος με συνθήματα. «Όχι άλλες μειώσεις στις συντάξεις. Ο λαός δε σκύβει το κεφάλι τη σύνταξή σου ζήτα και πάρτη ατόφια πάλι. Όλοι μαζί ». Κι ήρθε η κατραπακιά. «Ποιες μειώσεις συντάξεων, ρε σύντροφε; Εδώ θα μας κάνει και αυξήσεις ο σύντροφος ο υπουργάρας μας, ο Στρατούλης». Ο Στρατούλης υπουργός; Το ‘πα και γράμμα-γράμμα μου ’γδαρε τον πνεύμονα. Τον καλό, τον αριστερό. «Μας πρόδωσε κι ο Στρατούλης; Πού ’σαι Χαρίλαε που, «Ένα είναι το κόμμα»; 50% μέσα έπεσες. Μισό είναι το κόμμα, ρε».
Τι να κάνω; Αντίσταση και πάλη. Και πάλι και πάλι και πάλι και ξανά μανά. Πού ζείτε, ρε; «Έξω τώρα οι Αμερικάνοι». Σταμάτα, ρε σύντροφε, οι Αμερικάνοι είναι φίλοι μας. «Χα. Φίλοι μας οι Αμερικάνοι, οι φονιάδες των λαών; Ναι, στο ΝΑΤΟ φίλοι σου αυτώνω το καντήλι. Έξω τα ΝΑΤΑ του θανάτου. Και οι βάσεις». «Όχι, σύντροφε, ήρεμα-ήρεμα κι αν είναι τρομοκράτες, ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι κατά της γερμανικής λιτότητας, μαζί με την αριστερά κυβέρνησή μας». Το κεφάλι μου κουδούνισε. «Ποια αριστερή κυβέρνηση, ρε σεις; Όχι να βγούμε και στην εξουσία!... Κατάρα! Μας αφόπλισαν; Μας έκαναν τζουτζέδες της εξουσίας; Όχι και πάλι όχι. Ποτέ και πάλι όχι. Δε γίνονται τέτοια ξεφτιλίκια. Τα κανάλια, αυτά σας μπάσανε σε εικονική πραγματικότητα, δεν κοιτάτε που αύριο θα σας απειλήσουνε ότι δε θα δώσουνε στην Ελλάδα τη δόση και θα σας βάλουν να φυλάτε κατουρημένες ποδιές και να παραδίνετε μόνοι σας τις συντάξεις για ενίσχυση του κράτους». «Μα, τη δόση δεν τη θέλουμε, σύντροφε. Τους την πέταξε στα μούτρα ο σύντροφος ο Βαρουφάκης». Εκεί έσκασα στα γέλια. Τι να πω κι όλας στα νεύρα μου; Το ’ριξα στα εδώδιμα. «Δεν κοιτάτε, ρε, που η Σοβιετική Ένωση αγόραζε αγροτικά προϊόντα από εμάς και ο Πούτιν τα έκοψε; Τους τσάκισα, είπα. Αλλά πού; «Αυτό το διόρθωσε ο σύντροφος υπουργός Εξωτερικών, ο Κοτζιάς». «Ο σύντροφος ο Κοτζιάς υπουργός;» Αυτό μου ’δεσε κόμπο το σκωλικοειδητη. «Προδότης κι ο Κοτζιάς, ρε; Σε λίγο θα μου πείτε ότι έχουμε υπουργό Ασφαλίσεων τον Φαράκο. Δε ντρέπεστε λίγο, ρε σεις πουλημένοι. Αλλά ξέρω εγώ. Ο Τσίπρας είδε ότι δεν έχει δυνάμεις να χτυπήσει το σύστημα και σίγουρα υποτάχθηκε στο σύστημα. Και για πείτε μου πόσους υπουργούς έχωσε στην αστική αντιλαϊκή, υποταγμένη εθνικά κυβέρνηση; Τρεις; Πέντε; Πλουσιοπάροχα τον αντάμειψαν οι αστοί». «Μα, ο Τσίπρας είναι ο πρωθυπουργός μας». «Ποιος; Τι είναι είπες; Και τι να πω; Μάσησα τη μασέλα μου. «Πρωθυπουργός ο Τσίπρας;» Τραύλισα σαν παλιό λεωφορείο στην ανηφόρα του Λυκαβηττού. Και μου το είπε αυτό μια γηραιά συντρόφισσα δίπλα μου που τη θυμάμαι στην παρανομία από το 1964. «Τι λες συντρόφισσα και με κάνεις να ντρέπομαι; Δεν καταλαβαίνεις ότι για να σε βάλει πρωθυπουργό το σύστημα με 4% πα να πει ότι σ’ εξαγόρασε;» Τι; Πώς; Όχι 4%. Τι πράμα; 36,5%; Τα επινεφρίδιά μου. Αλλά συνήλθα και κράτησα γερά. «Καταστροφή του κινήματος έγινε, το κίνημα εάλω συντρόφισσα και όλοι οι άλλοι εδώ πέρα που δεν ξέρω τι καπνό φουμάρετε. Δεν καταλαβαίνετε ότι για να παίρνεις τέτοιο μεγάλο ποσοστό πα να πει ότι σε ψηφίζουνε και δεξιοί; Ξεπουληθήκατε οικειοθελώς παρά τη θέλησή σας! Πουλήσατε τη χώρα στην τρόικα. «Ποια τρόικα, σύντροφε;» Μου γύρισε το μάτι. Το αριστερό. «Τι ποια τρόικα, τ’ άλογο στα καμπόικα». «Μα, την τρόικα την απέλυσε η κυβέρνηση. Ο Τσίπρας κρατάει την πατρίδα ψηλά». Οχού!.... «Τι λες, συντρόφισσα, δε ντρέπεσαι, μας ακούει κι ο Μάρξ. Αυτά τα λένε κάτι εθνικιστές σαν τον Καμμένο, που τώρα θα έριχνε φωτιά να μας κάψει. Αυτοί οι Καμμένοι δεν πρέπει να έχουν πολιτικά δικαιώματα, πρέπει να πάνε φυλακή, τα φασιστοειδή….. «Σώπα, σύντροφε, ο Καμμένος είναι υπουργός της κυβέρνησής μας. Εθνικής αμύνης και Ιμίων.» Εκεί τα παΐδια μου γίνανε ψαρονέφρι. «Μέχρι εδώ. Αφήστε τις πλάκες, δεν πιάνουνε. Σε λίγο θα μου πείτε ότι με τον Τσίπρα κατέβηκε υποψήφιος κι ο Ζαχαριάδης. Χα-χα». Το γέλιο αυτό το κατάπια σαν παγάκι. «Ναι στη Βήτα Αθήνας κατέβηκε ο Ζαχαριάδης».
Δεν το άντεξα. Έφυγα γιατί όπως πήγαινε θα μάθαινα ότι το κόμμα πήρε την εξουσία χωρίς ν’ ανοίξει ρουθούνι. Έτσι όπως έπεσε και ο υπαρκτός σοσιαλισμός. Καθόλου απίθανο δηλαδή. «Και γιατί διαδηλώνετε, ρε σεις;», τους είπα, αφού είστε κυβερνητικοί; «Μα, η διαδήλωση είναι συμπαράσταση στην κυβέρνηση μου είπαν εν χορώ όλη η Κοκκινιά, όλη η Καισαριανή, το Χαϊδάρι, τ’ Άσπρα Χώματα, η Δραπετσώνα, όλη η Βήτα Πειραιώς και Αθηνών και η Φιλοθέη… ομόφωνα σαν απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής. Θα ξαναβγώ παραπονούμενος στο βουνό. Στη στάνη της θειας μου. Πέσαμε στη λούμπα, σύντροφε Κουτσούμπα. Δίκιο έχεις ως γραμματέας φυσικά, όλοι οι έξω από εμάς προδότες είναι, δίκιο όμως έχω κι εγώ που είμαι κομμουνιστής με εύρος έξω από γραφεία και τους σύντομους ανθρώπους. Είμαι με όλους τους ανθρώπους, όλους τους συντρόφους, γιατί όσοι δεν είναι στο κόμμα δεν είναι εχθροί, ούτε καν αντίπαλοι, σύντροφοί μου είναι. Δεν είναι κακό να ανήκει κάποιος σε άλλο κόμμα. Το κακό είναι να μην ανήκει στο δικό μας κόμμα. Γι’ άλλο λόγο όμως με στεναχώρησαν πολύ. Και πιο πολύ με πλήγωσαν οι σύντροφοι οι ΑΝΤΑΡΣΥΑίοι ΜΑΡΣ και οι σύντροφοι οι ΜουΛούδες μπρος και πίσω. Έδειξαν ότι η επαναστατική προοπτική η αληθινή, η ατόφια, η μασίφ, η γκαραντί, η συνεπής επαναστατική προοπτική 24 καρατίων βρίσκεται πολύ χαμηλά. Στο πάτωμα. Όλοι μαζί στις εκλογές βγήκαν κάτω και από τον Καρατζαφέρη και από τον Λεβέντη και από τον Γκλέτσο, μου πέσαν τα μαλλιά, αλλά δεν υποστέλλω, θα βάλω σκούφο. Ραντεβού στα γουναράδικα. Ψυχή βαθιά. Το κερατό μου. Δε θα πεθάνω τώρα όμως. Η ζωή να τελειώνει μ’ ένα ήτα. Όχι με μία ήττα.
-φώτα-
Γαρύφαλλο στ’ αυτί / σφυρί-δρεπάνι μάτι
Η τσέπη άδεια από λεφτά / κουπόνια όμως γεμάτη
Γαρύφαλλο στ’ αυτί / και ποιος θα σου τ’ αρπάξει
Σφιχτή γροθιά τ’ αριστερό / στην αστική τη τάξη
στις κορυφές αντάρτισσα/ το μαρξισμό ανάρτησα
με Λένιν τους κατάρτισα / όλους για σένα αντάρτισσα.
Η τσέπη άδεια από λεφτά / κουπόνια όμως γεμάτη
Γαρύφαλλο στ’ αυτί / και ποιος θα σου τ’ αρπάξει
Σφιχτή γροθιά τ’ αριστερό / στην αστική τη τάξη
στις κορυφές αντάρτισσα/ το μαρξισμό ανάρτησα
με Λένιν τους κατάρτισα / όλους για σένα αντάρτισσα.
Αυτό είναι αντάρτικο. Το λέω με τη φωνή της Δανάης. Δε μιλάω για την παλιά Δανάη, αλλά για την καινούργια που ενσαρκώνω εγώ, την καραφλή τραγουδίστρια τη Δανάη Λάμα.
Α, ρε πότε θα πάρουμε την εξουσία να το κάνουμε εθνικό ύπνο; Θα πάρουμε, τι θα πάρουμε…. Αλλά μη λέω τέτοια. Εγώ ποτέ δεν ήμουνα παραπονεμένος κομμουνιστής κι ας έβγαινα καμιά φορά παραπονούμενος στην αναφορά. Και το κόμμα πάντα στο πλάι μου να με βοηθάει. Μια φορά ο καθοδηγητής μου είπε να πάω περιφρούρηση στον Περισσό και είχα το θράσος να σκεφτώ να ζητήσω εξαίρεση, «Ξέρεις, σύντροφε, το συκώτι μου είναι χάλια». Και ο σύντροφος με κατάλαβε. «Χάλια το συκώτι; Ε, μην το δουλεύεις. Πιάσε κάνα νεφρό. Το καλό, όμως. Το αριστερό. Άντε, τράβα στον Περισσό και καλό ξημέρωμα».
Πάνω απ’ όλα υγεία, λοιπόν. Δούλευα για την επανάσταση μέρα-νύχτα, νύχτα-μέρα και νύχτα-νύχτα, μέρα-μέρα, αλλά…. ποτέ δεν ήμουν ικανοποιημένος με την προσφορά μου. Αυτό πρέπει να το ομολογήσω. Αν είχα κάνει όλα όσα μπορούσα, σίγουρα η επανάσταση θα ήταν πιο κοντά. Όχι πως αργεί. Οι επαναστάσεις δεν έρχονται ούτε αργά, ούτε νωρίς. Έρχονται ξαφνικά. Απ’ τη μια μέρα στην άλλη. Γιατί αυτό που δεν έρχεται από τη μια μέρα στην άλλη δε θα ’ρθει ποτέ. Χθες, έλεγε ο σύντροφος ο Λένιν, χθες ήταν νωρίς, αύριο είναι αργά. Οι επαναστάσεις έρχονται πάντα σήμερα. Ναι, σύντροφε Βλαδίμηρε, το σήμερα όμως είναι που δεν έρχεται. Όχι πως θέλω να κριτικάρω το προτσές ή τη διαλεκτική του. Πάντως οι αντικειμενικές συνθήκες για επανάσταση είναι ώριμες, οι υποκειμενικές είναι λίγο συμβιβασμένες με την αγουρίδα. Το καπιταλιστικό σύστημα είναι έτοιμο να καταρρεύσει οικειοθελώς, αλλά δεν το θέλει αυτό ο κόσμος. Πότε ωριμάζουν αυτές οι υποκειμενικές συνθήκες της ανατροπής; Και πώς ωριμάζουν; Γιατί πρέπει να το πάρουμε είδηση από πριν. Κοκκινίζουν τα μάγουλα της εργατικής τάξης, τα βλέπουμε και δίνουμε εντολή πάμε; Γιατί αν δε δώσουμε εμείς εντολή επανάσταση δε γίνεται. Που δε γίνεται. Όχι ότι φταίει το κόμμα γι’ αυτό. Α, όλα κι όλα. Ό,τι κάνει το κόμμα το κάνει σωστά. Ακόμα και τα λάθη του. Όχι ότι κάνει λάθη, βεβαίως.
Γιατί όμως δε μας ξηγιέται η επανάσταση ότι ναι μεν θα έρθει εντελώς ξαφνικά, αλλά μετά από, ας πούμε, πέντε, άντε δέκα χρόνια ξαφνικά. Να έχουμε μια χαλάρωση, να μαζέψουμε δυνάμεις, να βγούμε φρεσκαδούρες στο μετερίζι. Όχι ότι δεν είμαστε πάντα στο μετερίζι. Όλα κι όλα. Εγώ δε μπορώ να κοιμηθώ τα βράδια τελευταία. Τα τελευταία 40 χρόνια,. Ακούω ελικόπτερο στον ύπνο μου και λέω φύγανε οι λακέδες των αστών νύχτα, να πα να πω στην επανάσταση να τσακιστεί να έρθει. Ξυπνάω, ντύνομαι, χτενίζομαι, βάζω την αρβύλα ή τις ελβιέλες, ό,τι βρω πρόχειρο, παίρνω τη χλαίνη ν’ ανέβω στο βουνό στον Υμηττό. Ωρίμασαν, λέω και οι υποκειμενικές συνθήκες, εμπρός….. Αλλά κρατάω και μια πισινή, όπως όλες οι συνετές δυνάμεις πρέπει να κάνουν. Μη μας πάρουν και για αριστεριστές. Λέω, σύντροφε, δε θα βγεις σαν το κριάρι απ’ ευθείας στο βουνό, μπορεί να έχει και κίνηση στο δρόμο, θα πάω κατ’ αρχάς στο κοντινό παρκάκι ως εμπροσθοφυλακή, έχει κι ένα λοφάκι εκεί, δεν είναι βουνό, αλλά… λοφάκι καλό είναι κι αυτό στην πρώτη φάση… Εκεί που τσιμπήσανε πιάσανε τον άλλο με την καμπαρντίνα ξεβράκωτο για επιδειξία. Αυτό σκέφτομαι και το αντιδραστικό δικαστικό σύστημα με στέλνει πίσω και ξαναπέφτω για ύπνο. Δεν πειράζει. Τουλάχιστον τον ύπνο, έστω τον λειψό, δεν τον χάνω, γιατί κι αυτός είναι ταξικό όπλο, να κρατάς δυνάμεις όταν ξέρεις ότι οι υποκειμενικές συνθήκες δεν ωρίμασαν απόψε. Έτσι όμως που οι αντικειμενικές συνθήκες ωρίμασαν τόσο πολύ εδώ και τέσσερα-πέντε συνέδρια του κόμματος, φοβάμαι μην πέσει ο καπιταλισμός μόνος του και δεν προλάβουμε να τον επαναστατήσουμε, ως θεατές των εξελίξεων. Ξέρεις τι είναι να έρθει ο σοσιαλισμός και να μην έχει ειδοποιήσει ούτε την κεντρική επιτροπή; Ανησυχώ μην υπεισέλθει μετά απογοήτευση στην οργάνωση. Όχι πως δεν έχει υπεισέλθει η απογοήτευση. Μας έχει μπει από κάτω πολλές φορές.
Ναι, κάποιοι σύντροφοι λυγίζουν και προσκυνούν το καπιταλιστικό σύστημα, τους πετάμε με τις κλωτσιές, αλλά εγώ που δε σταματώ ποτέ τον αδυσώπητο αγώνα, τους συμπονάω. Που και δίκιο να είχαν κάποιοι προδότες, σύντροφοι, αλλά προδότες, αυτό το δίκιο δεν κάνει καλό στο κόμμα να το λες. Το λέει και το κόμμα. Το ότι συμπάσχω με κάποιους προδότες, συντρόφους πάντα, δε μειώνει την πίστη μου στο κόμμα, όπως πιθανώς πουν κάποιοι. Εντάξει, ορισμένοι δεν είναι τόσο πιστοί. Μιλάνε και για λάθη, αν είναι δυνατόν, λες και το κόμμα δε λέει την αλήθεια. Και μάλιστα όχι τη δική του υποκειμενική αλήθεια, αλλά την απόλυτη, τη μοναδική αλήθεια που μόνο το κόμμα ξέρει και δε μας την κρύβει. Μου το έλεγε ο καθοδηγητής μου. «Να λες πάντα τη μπουτάνα την αλήθεια, όποια και να ’ναι, αρκεί να μην είναι η μάνα μου. Και να μη διαφωνεί το κόμμα».
Ό,τι και να πάθεις δεν εγκαταλείπεις το κόμμα. Εγώ με τους αγώνες μου κατάφερα λίγο να ωριμάσω τις υποκειμενικές συνθήκες και περισσότερο να μείνω άνεργος και δουλειά να μη βρίσκω, δεν έτρεξα όμως για βοήθεια στο κόμμα επί ματαίω. Σιγά μη φορτώσω στο κόμμα και το δικό μου πρόβλημα, τόσα που ’χει. Και τα λύνει όλα. Εντάξει; Αλλά τα έχει. Αν πήγαινα να βοηθηθώ, να δουλέψω δηλαδή στο κόμμα, θα το έκανα χωρίς να πληρώνομαι. Και να μου λέγανε να μου δίνουνε μισθό θα έλεγα όχι. Αυτό θα έφερνε σε δύσκολη θέση άλλους συντρόφους που η ανάγκη τους έκανε να πληρώνονται από το κόμμα, να διευθύνουν επιχειρήσεις, να είναι πλούσιοι και να παίρνουν και αυτοκίνητα και σπίτια του κόμματος. Από ανάγκη. Εγώ δε θα στεναχωρήσω κανέναν τέτοιο σύντροφο με την μηδαμινότητά μου να παίρνω και μισθό. Άσε που για να μείνω άνεργος πα να πει ότι δεν οργάνωσα εγώ σωστά τον αγώνα μου ώστε να υπάρχει αλληλεγγύη από συναδέλφους και να αποτραπεί η απόλυσή μου. Βαριά ευθύνη φέρω και μετανοώ. Αλληλεγγύη, δεν εννοούσα του Βαλέσα, σύντροφε, εσύ που σημειώνεις. Αν πήγαινα να δουλέψω στο κόμμα αυτά που θα πρόσφερα θα ήταν περισσότερα από οποιαδήποτε αμοιβή μου, αλλά μη μπλέκουμε στα καπιταλιστικά την τιμή και υπόσταση της κομματικής μου οντότητας. Στο κάτω-κάτω, σύντροφε, τι έκανα εγώ για το κόμμα; «Τι έκανες;» Τα πάντα έκανα. «Μόνο;» Απ’ το στόμα μου το πήρες. Τίποτα απολύτως αν όχι όλα.
Όλα για το κόμμα. Εγώ μικρότητες σε βάρος του κόμματος δεν έκανα ποτέ. Κι εγώ και η αγαπημένη η γυναίκα μου, η γυναίκα της καρδιάς μου, που κι εκεί σημειωτέον το κόμμα ήταν πάντα το τρίτο μου μισό, εγώ κι η γυναίκα μου όλα για το κόμμα. Ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Που δεν είχαμε. Μέχρι που το κόμμα από τρίτο έγινε το δεύτερο μισό μου, γιατί με παράτησε η γυναίκα μου μια Παρασκευή βράδυ. «Αγάπη μου», λέει, «Θες να περάσουμε ένα υπέροχο Σαββατοκύριακο;» Φυσικά, λατρεία μου, της απαντάω. «Ωραία», μου λέει, «καληνύχτα και τα λέμε τη Δευτέρα στο γραφείο του δικηγόρου». Μου την έφαγε ο καθοδηγητής τη γυναίκα, αλλά μπροστά στην ηθική ακεραιότητα του κόμματος δε μ’ ένοιαξε. Στο κάτω-κάτω καλύτερη γυναίκα που πέρασε από τη ζωή μας είναι πάντα η επόμενη. Δε φοβάμαι τέτοια εγώ. Έκανα μέχρι στιγμής δύο πετυχημένους γάμους. Σιγά μη μείνω εκεί.
Μετά έχασα τη δουλειά μου, μού πήρανε το σπίτι, οι σύντροφοι με αποφεύγανε ως λούμπεν προλεταριάτο και δίκιο είχανε. Σιγά μην κλαιγόμαστε για την καπιταλιστική περιουσία που χάσαμε και δε μας έμεινε ούτε σάλιο. Εγώ πάντα έλεγα, «Μετά το θάνατό μου η περιουσία μου να πάει από κει που ’ρθε». Όχι πως ήρθε ποτέ. Μια μέρα ζήτησα από ένα σύντροφο πενήντα ευρώ δανεικά…. «Τι πενήντα ευρώ, ρε;», μου λέει και με επιπλήττει. «Αν είχα πενήντα ευρά, σύντροφε, θα χώριζα». Τι να ’λεγα, δίκιο είχε, μου ξέφυγε όμως ένα, «Α, ρε σύντροφε, δε θυμάσαι που κάποτε ήμασταν άφραγκοι και τρώγαμε ψωμί κι αλάτι. Εσύ το ψωμί κι εγώ τ’ αλάτι. Τώρα…» «Το ξέρω, ρε σύντροφε», με συνεφέρνει. «Μαλάκας ήμουνα, μαλάκας έμεινες. Αλλά μη σε νοιάζει. Πάντα θα είμαι εγώ εδώ για σένα. Εσύ να μην είσαι. Τόσα που περάσαμε, σύντροφε εμείς, είμαστε δύο και το αυτό».
Όχι πως με πείραξε η αυτή εφήμερη κατάσταση πριν την επανάσταση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Ψηλά τη σημαία. Δεν είχα και τίποτ’ άλλο να κάνω ή να πιάσω. Συνείδηση!... Όλα αυτά είπα, γίνονται για να δοκιμαστώ, να δοκιμαστεί η πίστη μου. Κι εγώ το κόμμα δεν το πρόδωσα να ζητήσω το δίκιο μου, δε θα διαπραγματευτώ με ένα σύστημα που θα γκρεμίσω και θα το κάνω σώσπαστο. Δε θα δώσω στον εχθρό μου απάγκιο να διαπραγματευτεί μαζί μου. Εγώ έχω σώας τα φρένας και τας γκάζιας. Το σανίδωσα κι έφυγα.
Προτίμησα να κλειστώ στο κομματικό μοναστήρι της οικογενείας μας. Στη στάνη της χαροκαμένης της θειας μου, που τον άντρα της, το θείο μου, τον έφαγε η Ουκρανέζα. Από καρδιά πήγε, στο δωματιάκι πάνω απ’ το σκυλάδικο. Πέρασα μοναστική κομματική ζωή. Γάλα, τυρί, βούτυρο, Καμπά, βραστή προβατίνα και ραδίκια. Ούτε εφημερίδες, ούτε τηλεόραση, ούτε περιοδικά, τίποτα. Μόνο στο εικονοστάσι το κομμουνιστικό μανιφέστο και ο Λένιν. Έτσι εξέτισα κι εγώ την ποινή που μου άξιζε στο μαντριπέλαγος γκούλαγκ, με μια βοσκοπούλα θεία μου. Κι αυτά από το βρώμικο 2012 μέχρι το 2015. Όχι όπως το βρώμικο ’99 που το ΠΑΣΟΚ μου έφαγε τα λεφτά στο χρηματιστήριο και μετανοούσα δέκα μέρες για την αμαρτία μου να γίνω μέτοχος σε καπιταλιστική επιχείρηση. Έγραψα δέκα φορές το ένα βήμα μπρος δυο βήματα πίσω. Στην κομματική μονή της θειας μου, ούτε φωνή ούτε ακρόαση από κανέναν στον κόσμο. Μόνο τον 902 άκουγα από το ράδιο, αλλά κι αυτόν μια μέρα τον έκλεισε το σύστημα το απάνθρωπο, να μην έχει η εργατική τάξη φωνή, αλλά πού θα πάει…. «Εγώ δε θα υποστείλω τη σημαία του αγώνα», είπα. «Θα βγω να γυρίσω τον κόσμο ανάποδα». Έλα όμως που ήδη ήταν γυρισμένος!...
Κατέβηκα ξανά στην πόλη κι όρμησα στην πρώτη διαδήλωση που με βρήκε μπρος της. Δεν ήξερα γιατί διαδήλωναν, όχι πως έχει σημασία, άρχισα για ζέσταμα να φωνάζω κατά του συστήματος, να βρίζω τους αστούς από γενική άποψη και όπως περίμενα ο μπάτσος δίπλα μου δήθεν ατάραχος μην καρφωθεί. Έτσι είσαι; Πλακώνω να βρίζω τη δεξιά, μέχρι και κάτι απίθανο την είπα. Την είπα άκρα. Και τότε ο μπάτσος δίπλα μου… να κοιτάει σαν πεινάλας τη γκόμενα που περνάει. Κάτι δε μου πήγαινε καλά. Με λαλήσαν τα μέσα μου. Θα βάλω μπρος τα χοντρά μέσα, είπα. Να τα καντήλια να κατεβάζω στη Μέρκελ, να στο ΠΑΣΟΚ, να στον Γιωργάκη, να στον Σημίτη, να στον Βενιζέλο, να στη Μάργκαρετ, μέχρι και τη Χαριλάου Τρικούπη στόλισα και ο μπάτσος δίπλα μου νάααα!.. Και να μου κάνει το σήμα της νίκης ο χαμογελάιδας. Τρελάθηκα. Με γαργαλήσανε τ’ αυτάρες μου. Τέτοια ειρωνεία από τα εγκληματικά κατασταλτικά όργανα δεν την φαντάστηκα ποτέ. «Τόσα που άκουσες, ρε», γυρίζω και… «Γιατί δε μου ρίχνεις ένα χημικό, ρε, να με ζαλίσει, να το φχαριστηθώ; το συνήθισα, ρε παιδί μου, τόσα χρόνια». «Δεν έχω χημικά πάνω μου», λέει, προφανώς για να με ξεφτιλίσει. Αλλά εγώ δεν έκανα ούτε μισό βήμα πίσω. «Κοπάνα την κεφάλα μου με το ρόπαλο, ρε, αν είσαι άντρας». Δεν έχω ρόπαλο πάνω μου», είπε για να με νευριάσει κι άλλο και να παρεκτραπώ. Δεν του έκανα τη χάρη όμως, απλώς πέταξα εύθυμα, «Γιατί δεν έχεις ρόπαλο, καλέ; Το ξέχασες στο σπίτι ή στα δημόσια ουρητήρια που το άφησες έξω από την Καλλιόπη μη σου χωθεί πουθενά; Ρίξε μου μια μπουνιά, μωρή σιγανοπαπαδιά!» Και τι γυρνάει και μου λέει ο σατανικός ένστολος τύπος; «Μα, ο λαός δεν είναι εχθρός μας. Εμείς βρισκόμαστε στις διαδηλώσεις για να προστατεύσουμε εσάς που διαδηλώνετε.» Μου πέσανε τα ψωμάκια. Το καπιταλιστικό σύστημα έχει πολλούς τρόπους να καταπολεμά το αγωνιστικό μας φρόνημα. Και πάνω που πήγα να του σβουρίξω καμιά… επιχείρημα… μου λέει «Σύντροφε, κράτα λίγο τη θέση μου». «Τι…;» Τι! Κι αντί να μου απαντήσει κατιτί μου αφήνει ένα τσουβάλι ασήκωτο να φυλάω και τρέχει πιο πέρα να σηκώσει ένα πανό που ’χε πάρει ο αέρας. Έδωσε και λίγο νερό σ’ ένα σύντροφο συνταξιούχο. Πολύ γουρούνια, λοιπόν οι μπάτσοι. Αλλά δε θα μας τσακίσουνε με κάτι τέτοια. Κι όλοι να του φέρονται μη μου άπτου όμως. Κι επιστρέφει ο μπάτσος και μ’ ευχαριστεί που του κράτησα το τσουβάλι, μόνο τα χέρια δε μου φίλησε, ποιος ξέρει τι πολύτιμο είχε εκεί και το ανοίγει το τσουβάλι και τι να δω μέσα; Ούτε τη μάνα του και τον πατέρα του στο τσουβάλι με τη γάτα να είχε. Άκου τι είχε μέσα στο τσουβάλι ο μπάτσος πλεόνασμα, φυσικά από το αίμα της εργατικής τάξης, που από την ώρα της γέννησής της εξ απαλών οδόντων, πληρώνει μέχρι και τις μίζες των μεσαζόντων για τις προμήθειες οπλικών συστημάτων, που το υποβρύχιο γέρνει, αλλά τον παίρνει τον πρωθυπουργό να το εγκαινιάσει.
Και από το τσουβάλι βγάζει ο μπάτσος χούφτες κόκκινα γαρύφαλλα κι άρχισε να τα πετάει να τα μοιράζει στον κόσμο. Αίσχος. Γαρύφαλλα ο μπάτσος; Και μάλιστα κόκκινα; Τι θα φωνάζω τώρα; «Μπάτσοι κουμμούνια γεωπόνοι»; Τρόμαξα. Μ’ έλουσε κρύο σάλιο κι ο ιδρώτας γλίστραγε στις πατούσες μου. Μας πήραν τα ιερά και τα γρόσι-α. Και το σπλήνα μας πήρανε.
Εκτός…. Εκτός, είπα, αν με δουλεύουνε όλοι ψηλό γαζί. Κοίταξα τη μαζική διαδήλωση στα μάτια, σήκωσα τη γροθιά μου, την αριστερή, να δώσω παλμό και… «Όχι στο ξεπούλημα της ΔΕΗ. Κρα-τική ΔΕΗ / νυν και αεί. Όλοι μαζί». Και τι ακούω γι’ απάντηση; «Καληνύχτα κι έφεξε. Ο σύντροφος ο Λαφαζάνης, η υπουργάρα μας το σταμάτησε αυτό». Τι λέτε, ρε σεις; Ο Λαφαζάνης υπουργός; Πώς επέτρεψε τέτοια γονυκλισία παλαιού στελέχους του το κόμμα και δεν τον εκτέλεσε; Το στομάχι μου έγινε τραμπολίνο. «Στο τέλος», μονολογώ, «θ’ ακούσω ότι κλείσανε φυλακή στη συντρόφισσα την Παπαρήγα για να μείνει το κόμμα ακέφαλο». «Ποια Παπαρήγα; Δεν είναι γραμματέας αυτή στο ΚΚΕ.» Το κατάπια αμάσητο κι έμπλεξα τα φρύδια με τις αμυγδαλές μου. Στο μυαλό μου. «Μη μου πείτε ποιος είναι τώρα, γραμματέας στο κόμμα. Δε θέλω να πέσω σ’ αυτή τη λούμπα, να πω ότι το κόμμα έκανε κωλοτούμπα και χορεύει ρούμπα, αμόλα καλούμπα και τρώει τουλούμπα, μηδέν δύο στην Τούμπα, ακούμπα. Μη, μη μου πείτε τ’ όνομα.
Ας μην ξοδεύουμε τις δυνάμεις μας σε εσωκομματικά. Ας απαντήσουμε στις προκλήσεις του συστήματος με συνθήματα. «Όχι άλλες μειώσεις στις συντάξεις. Ο λαός δε σκύβει το κεφάλι τη σύνταξή σου ζήτα και πάρτη ατόφια πάλι. Όλοι μαζί ». Κι ήρθε η κατραπακιά. «Ποιες μειώσεις συντάξεων, ρε σύντροφε; Εδώ θα μας κάνει και αυξήσεις ο σύντροφος ο υπουργάρας μας, ο Στρατούλης». Ο Στρατούλης υπουργός; Το ‘πα και γράμμα-γράμμα μου ’γδαρε τον πνεύμονα. Τον καλό, τον αριστερό. «Μας πρόδωσε κι ο Στρατούλης; Πού ’σαι Χαρίλαε που, «Ένα είναι το κόμμα»; 50% μέσα έπεσες. Μισό είναι το κόμμα, ρε».
Τι να κάνω; Αντίσταση και πάλη. Και πάλι και πάλι και πάλι και ξανά μανά. Πού ζείτε, ρε; «Έξω τώρα οι Αμερικάνοι». Σταμάτα, ρε σύντροφε, οι Αμερικάνοι είναι φίλοι μας. «Χα. Φίλοι μας οι Αμερικάνοι, οι φονιάδες των λαών; Ναι, στο ΝΑΤΟ φίλοι σου αυτώνω το καντήλι. Έξω τα ΝΑΤΑ του θανάτου. Και οι βάσεις». «Όχι, σύντροφε, ήρεμα-ήρεμα κι αν είναι τρομοκράτες, ο πρόεδρος των ΗΠΑ είναι κατά της γερμανικής λιτότητας, μαζί με την αριστερά κυβέρνησή μας». Το κεφάλι μου κουδούνισε. «Ποια αριστερή κυβέρνηση, ρε σεις; Όχι να βγούμε και στην εξουσία!... Κατάρα! Μας αφόπλισαν; Μας έκαναν τζουτζέδες της εξουσίας; Όχι και πάλι όχι. Ποτέ και πάλι όχι. Δε γίνονται τέτοια ξεφτιλίκια. Τα κανάλια, αυτά σας μπάσανε σε εικονική πραγματικότητα, δεν κοιτάτε που αύριο θα σας απειλήσουνε ότι δε θα δώσουνε στην Ελλάδα τη δόση και θα σας βάλουν να φυλάτε κατουρημένες ποδιές και να παραδίνετε μόνοι σας τις συντάξεις για ενίσχυση του κράτους». «Μα, τη δόση δεν τη θέλουμε, σύντροφε. Τους την πέταξε στα μούτρα ο σύντροφος ο Βαρουφάκης». Εκεί έσκασα στα γέλια. Τι να πω κι όλας στα νεύρα μου; Το ’ριξα στα εδώδιμα. «Δεν κοιτάτε, ρε, που η Σοβιετική Ένωση αγόραζε αγροτικά προϊόντα από εμάς και ο Πούτιν τα έκοψε; Τους τσάκισα, είπα. Αλλά πού; «Αυτό το διόρθωσε ο σύντροφος υπουργός Εξωτερικών, ο Κοτζιάς». «Ο σύντροφος ο Κοτζιάς υπουργός;» Αυτό μου ’δεσε κόμπο το σκωλικοειδητη. «Προδότης κι ο Κοτζιάς, ρε; Σε λίγο θα μου πείτε ότι έχουμε υπουργό Ασφαλίσεων τον Φαράκο. Δε ντρέπεστε λίγο, ρε σεις πουλημένοι. Αλλά ξέρω εγώ. Ο Τσίπρας είδε ότι δεν έχει δυνάμεις να χτυπήσει το σύστημα και σίγουρα υποτάχθηκε στο σύστημα. Και για πείτε μου πόσους υπουργούς έχωσε στην αστική αντιλαϊκή, υποταγμένη εθνικά κυβέρνηση; Τρεις; Πέντε; Πλουσιοπάροχα τον αντάμειψαν οι αστοί». «Μα, ο Τσίπρας είναι ο πρωθυπουργός μας». «Ποιος; Τι είναι είπες; Και τι να πω; Μάσησα τη μασέλα μου. «Πρωθυπουργός ο Τσίπρας;» Τραύλισα σαν παλιό λεωφορείο στην ανηφόρα του Λυκαβηττού. Και μου το είπε αυτό μια γηραιά συντρόφισσα δίπλα μου που τη θυμάμαι στην παρανομία από το 1964. «Τι λες συντρόφισσα και με κάνεις να ντρέπομαι; Δεν καταλαβαίνεις ότι για να σε βάλει πρωθυπουργό το σύστημα με 4% πα να πει ότι σ’ εξαγόρασε;» Τι; Πώς; Όχι 4%. Τι πράμα; 36,5%; Τα επινεφρίδιά μου. Αλλά συνήλθα και κράτησα γερά. «Καταστροφή του κινήματος έγινε, το κίνημα εάλω συντρόφισσα και όλοι οι άλλοι εδώ πέρα που δεν ξέρω τι καπνό φουμάρετε. Δεν καταλαβαίνετε ότι για να παίρνεις τέτοιο μεγάλο ποσοστό πα να πει ότι σε ψηφίζουνε και δεξιοί; Ξεπουληθήκατε οικειοθελώς παρά τη θέλησή σας! Πουλήσατε τη χώρα στην τρόικα. «Ποια τρόικα, σύντροφε;» Μου γύρισε το μάτι. Το αριστερό. «Τι ποια τρόικα, τ’ άλογο στα καμπόικα». «Μα, την τρόικα την απέλυσε η κυβέρνηση. Ο Τσίπρας κρατάει την πατρίδα ψηλά». Οχού!.... «Τι λες, συντρόφισσα, δε ντρέπεσαι, μας ακούει κι ο Μάρξ. Αυτά τα λένε κάτι εθνικιστές σαν τον Καμμένο, που τώρα θα έριχνε φωτιά να μας κάψει. Αυτοί οι Καμμένοι δεν πρέπει να έχουν πολιτικά δικαιώματα, πρέπει να πάνε φυλακή, τα φασιστοειδή….. «Σώπα, σύντροφε, ο Καμμένος είναι υπουργός της κυβέρνησής μας. Εθνικής αμύνης και Ιμίων.» Εκεί τα παΐδια μου γίνανε ψαρονέφρι. «Μέχρι εδώ. Αφήστε τις πλάκες, δεν πιάνουνε. Σε λίγο θα μου πείτε ότι με τον Τσίπρα κατέβηκε υποψήφιος κι ο Ζαχαριάδης. Χα-χα». Το γέλιο αυτό το κατάπια σαν παγάκι. «Ναι στη Βήτα Αθήνας κατέβηκε ο Ζαχαριάδης».
Δεν το άντεξα. Έφυγα γιατί όπως πήγαινε θα μάθαινα ότι το κόμμα πήρε την εξουσία χωρίς ν’ ανοίξει ρουθούνι. Έτσι όπως έπεσε και ο υπαρκτός σοσιαλισμός. Καθόλου απίθανο δηλαδή. «Και γιατί διαδηλώνετε, ρε σεις;», τους είπα, αφού είστε κυβερνητικοί; «Μα, η διαδήλωση είναι συμπαράσταση στην κυβέρνηση μου είπαν εν χορώ όλη η Κοκκινιά, όλη η Καισαριανή, το Χαϊδάρι, τ’ Άσπρα Χώματα, η Δραπετσώνα, όλη η Βήτα Πειραιώς και Αθηνών και η Φιλοθέη… ομόφωνα σαν απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής. Θα ξαναβγώ παραπονούμενος στο βουνό. Στη στάνη της θειας μου. Πέσαμε στη λούμπα, σύντροφε Κουτσούμπα. Δίκιο έχεις ως γραμματέας φυσικά, όλοι οι έξω από εμάς προδότες είναι, δίκιο όμως έχω κι εγώ που είμαι κομμουνιστής με εύρος έξω από γραφεία και τους σύντομους ανθρώπους. Είμαι με όλους τους ανθρώπους, όλους τους συντρόφους, γιατί όσοι δεν είναι στο κόμμα δεν είναι εχθροί, ούτε καν αντίπαλοι, σύντροφοί μου είναι. Δεν είναι κακό να ανήκει κάποιος σε άλλο κόμμα. Το κακό είναι να μην ανήκει στο δικό μας κόμμα. Γι’ άλλο λόγο όμως με στεναχώρησαν πολύ. Και πιο πολύ με πλήγωσαν οι σύντροφοι οι ΑΝΤΑΡΣΥΑίοι ΜΑΡΣ και οι σύντροφοι οι ΜουΛούδες μπρος και πίσω. Έδειξαν ότι η επαναστατική προοπτική η αληθινή, η ατόφια, η μασίφ, η γκαραντί, η συνεπής επαναστατική προοπτική 24 καρατίων βρίσκεται πολύ χαμηλά. Στο πάτωμα. Όλοι μαζί στις εκλογές βγήκαν κάτω και από τον Καρατζαφέρη και από τον Λεβέντη και από τον Γκλέτσο, μου πέσαν τα μαλλιά, αλλά δεν υποστέλλω, θα βάλω σκούφο. Ραντεβού στα γουναράδικα. Ψυχή βαθιά. Το κερατό μου. Δε θα πεθάνω τώρα όμως. Η ζωή να τελειώνει μ’ ένα ήτα. Όχι με μία ήττα.
-φώτα-
ΚΑΡΙΩΤΗΣ VS ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: (φωνάζει) Είναι κανείς εδώ; Νοικοκυραίοι! Ικαρία, ήρθα.
ΚΑΡΙΩΤΗΣ OFF: «Πανά-γκασμάν το. Ήντα ’γινε πάλι;»
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: (φωνάζει) Άνθρωπος στο νησί.
Βγαίνει ο ΚΑΡΙΩΤΗΣ. Χασμουριέται, τεντώνεται.
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Μη φωνάζεις, ρε αξάερφε, αδανά ηξύπνησα. Μη φωνάζεις, ήντα θες;
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Τι να θέλω; Δε με βλέπεις;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Ένα, κούρεμα … ήθελές το.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Δωμάτιο θέλω γαμώ το κέρατό μου. Μεσημέριασε κι ακόμα να βρω άνθρωπο.
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Άθρωπο θες ή δωμάτιο;
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Έναν άνθρωπο να μου δώσει ένα δωμάτιο να μείνω.
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Α, ρεντ ρουμ. Εγώ.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Έχεις δωμάτια;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Ε θα ’χω; Λες να σε περιπαίζω;
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Ελεύθερα;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Μπόρει.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Θέλω ένα δωμάτιο να μείνω, να κοιμηθώ. Ταξίδευα 14 ώρες και είμαι πτώμα. Πάμε;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Εγώ; Εσύ θες δωμάτιο να κοιμηθείς. Εγώ μόλις ησηκώθην. Ηπήρε με ο ύπνος στην καρότσα.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Άνθρωπέ μου, είπες νοικιάζεις δωμάτια.
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Εεεεε!
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Δε θα πάμε να μου τα δείξεις;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Α, να σου τα δείξω. Έχεις δίκιο. (δείχνει) Εκεινά είναι. Άμε.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Δεν πάμε καλά….
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Ναι έχει λίγο ανήφορο. Άμε δες το κι άμα εν σ’ αρέσει.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Ποιο;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Η κάμαρα.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Ποια κάμαρα;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: (δείχνει) Εκεινά. Άμε, αλλά, μην την έχει κάνας άλλος… χτύπα την πόρτα.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Ποια πόρτα;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Όποιά βρεις. Άπαξ κι άδειο, ήμπες. Τα κλειδιά τα ‘χω ποθεμένα απά στο ψυγείο κάτ’ απ’ το ρολόι της ΔΕΗ. Α πως φεύγεις α τ’ αφήνεις εκείδά το κλειδί. Μην το κάνουμε μπάτε σκύλοι αλέστε. Κι α μπας κι έβρεις καμιά γκόμενα…
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Θα πληρώσω το δωμάτιο διπλό.
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Μπα! Βάλ’ τη να πλύνει κάνα σεντόνι, ένα σφουγγαρισματάκι… Σκάφη και κουβάς, εκεινά απέσω απ’ το ψυγείο. Κάτ’ απ’ το ρολόι.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: (στον εαυτό του) Πλάκα μου κάνει. (στον ΚΑΡΙΩΤΗ) Καλά, καλά, κάτι να φάω;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Ε, άμα το ’χεις στο ψυγείο, ε θα μαγαριστεί. Φά’ το.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Τώρα λέω. Ένα εστιατόριο.
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Εγώ.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Εστιατόριο είπα.
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Ε ντο βλέπεις; (δείχνει)
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Αυτό είναι κλειστό.
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Το κλειδί το ‘χω στο ρολόι της ΔΕΗ. Έμπα κι ό,τι θες. Κι αβγά έχω και ντομάτες έχω και πατάτες και κατσίκι για βραστό… άναφ’ το πετρογκάζι… Κι άμα δε σου κάνει κόπο, εμένα κάνε μου μια σαλατούλα…
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Να σου κάνω εγώ σαλάτα;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Ναι, εν έχ’ όρεξη σήμερα. Ηστραβοκοιμήθην.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Άσε. Καφέ. Πού θα πιω ένα καφέ;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Μα, με περιπαίζεις; Ήντα ‘παθες; Ε ντονε βλέπεις το γκαφενέ; (δείχνει) Πολλές ώρες ταξίδευες κι ηπέτασαν τα μυαλά σου; Ήχασές τα;
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Το κλειδί;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Ε ντο βλέπεις ούτε το ρολόι της ΔΕΗ; Σε χάλασε η θάλασσα. Κωλοκάραβα. Εφοπλιστές… όλα για το κέρδος. Εγώ το γκαφέ ένα ευρώ. Και της Παναγιάς ανήμερα, πάλι ένα ευρώ α τονε φτιάσεις. Στη Σάμο, δέκα.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Σταμάτα, σταμάτα. Έχεις τώρα κάνα μαγαζί ανοιχτό;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Μεσημεριάτικα; Το νυχτερινό κέντρο. Απ’ τις δυο το πρωί ήνοιξέ το ένας αξάερφος, α το κρατήσω μέχρι τ’ απόεμα…
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Εκεί τι έχεις;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Κέφι. Άμε, α το ’βρεις απ’ τα τούμπανα. Κάτι φοιτητές ήφεράν τα. Κι από τραγούδι… Άλλο να στο λέω, άλλο να σ’ ακούει.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Ποιος τραγουδάει εκεί;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Ούλοι.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Ούλοι;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Α, περάσεις σαν άρχοντας. Σ’ είδα γω με τη γκιθάρα. Και λέω, «ΑΥΤΟΣ είναι πελάτης». Ε, μου λες, ήτα ρεπερτόριο έχεις; Λες κι αντάρτικα; Άμε. Άμε σου λέω. Άμε. Κι αμπάς και με πλερώσεις, α μ’ έβρεις απά στον άμμο. Στη γκαντίνα της παραλίας.
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Έχεις και καντίνα;
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Μπα! Του αξάερφου είναι. Αλλά το κλειδί…
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Εισιτήριο. Ένα εισιτήριο να φύγω.
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: Και πού α πα α τρέχεις, μωρέ;
Ο ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ φεύγει τρέχοντας
ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ: Βοήθειααααααααα! Άντε γειααααααα!
ΚΑΡΙΩΤΗΣ: (Στο κοινό) Ηπέτασε. (Φωνάζει προς τον ΤΟΥΡΙΣΤΑ) Το κλειδί της αστυνομίας είν’ απά στο ρολόι της ΔΕΗ. (στον κόσμο) Μωρ’ α κάτσει! Α κάτσει. Κι αξανάρτει.
(Φεύγει)
Η αγωνία του ΜΑΤατζή πριν το βρίσιμο
Είμαι ΜΑΤατζής. Ασκώ το δυσκολότερο λειτούργημα του κόσμου. Κι επειδή νομίζω είστε βλάκες αφού επικοινωνείτε με αστυνομικό ας το πω πιο απλά: κάνω τη δυσκολότερη δουλειά και για τους πιο βλάκες, το χειρότερο χαμαλίκι. Για όσους από εσάς είναι ηλίθιοι θα δώσω ένα παράδειγμα μπας και σώσουν να καταλάβουν τι εννοώ: εσείς, όταν κορακιάσετε, όταν στεγνώσει ο στόμας, πηγαίνετε σ’ ένα περίπτερο και αγοράζετε απλώς ένα μπουκαλάκι νερό. Εγώ όμως, όταν είμαι σε υπηρεσία, για λόγους κύρους, ανδρισμού κι ευπρεπείας, πρέπει να πάω στο περίπτερο με όλη τη διμοιρία, να πλακώσω στο ξύλο τον υπάλληλο του περιπτέρου, να σπάσω το ψυγείο, να πάρω το μπουκαλάκι και αν είμαι τυχερός να με βρίσει ο περιπτεράς και κάποιος να τραβάει τη φάση βίντεο, ώστε να μπορέσει ο επικεφαλής ν’ αφήσει τα χρήματα στον περιπτερά. Γι’ αυτό θα σας παρακαλούσα στην επόμενη διαδήλωση πριν σας σαπίσουμε στο ξύλο, μη μας πετάτε μολότοφ, δηλαδή βενζίνη σε μπουκάλι μπίρας, πετάτε μας νερά κι αν γίνεται όχι μισόλιτρα, αλλά εναμισόλιτρα ώστε να έχουμε λίγο νεράκι ακόμα να πλύνουμε και τη μούρη και το γκώλο μας γιατί άλλη μία δυσκολία του λειτουργήματός μας είναι ότι κάθε τόσο κλάνουμε μαλλί. Λέγοντας τα προηγούμενα κατάλαβα ότι επιτελών έργο δε διψάω μόνο για αίμα, αλλά και για νερό, κάτι που κάνει ακόμα πιο δύσκολο το λειτούργημά μου. Ολ τουγκέδερ νάου: “Έτσι ψωνίζει ο ΜΑΤατζής”.
Είμαι, που λες, γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Αμαλίας μαζί με τα παιδιά. Έχει μια απ' αυτές τις μέρες που θες να τα βροντήξεις όλα και να βγεις στις παραλίες κι εμείς εκεί, σαν αστακοί, φορτωμένοι σα γαϊδούρια, να τρέχει ο ιδρώτας, να θέλω να κατουρήσω το νερό απ’ τα προηγούμενα και να μην υπάρχει ούτε κολώνα λεύτερη, λες και τις φυλάει όλες ο μακαρίτης ο Λουκάνικος που τις κατούραγε όλες ο πούστης για να μας σπάει τη μύτη όταν πηγαίνουμε εμείς προς νερού μας. Να 'ναι κι οι καμεραμανατζήδες τριγύρω σαν τα λυκόρνια κι εκεί ξαφνικά ξεμυτάνε οι πρώτοι με τα καδρονόπανα, παίρνουνε κει κάτι καδρόνια, κοτσάρουνε και κάτι πανιά στην άκρη, σημαία σου λέει κι όταν πλησιάσουνε μπαμ και πάρ’ τον κάτω βαράνε στο σταυρό, αφού σου λένε δε μπορείς να πλησιάσεις, δωσ' το ψήφισμά σου, τη διαμαρτυρία σου τέλος πάντων και φεύγα, όοοχι, εκεί να περάσει ο μαλάκας, γιατί άμα δεν πλακωθεί δε θα τονε δείξουνε τα σαβουροκάναλα κι άμα δεν τον δείξουνε θα πάρει τ' αρχίδια του, θα τον αγνοήσουν οι καραγκιόζηδες, λες και τώρα που γαμιόμαστε σα μαλάκες δε θα πάρει τ' αρχίδια του, τ' αρχίδια του θα πάρει και τα δικά μου μαζί, όλοι θα πάρουμε τ' αρχίδια μας, τέλος πάντων, έρχονται λοιπόν οι μαλάκες, Τρίτη-Πέμπτη κατεβαίνουνε, αράζουνε, έρχονται που λες φωνάζοντας για κάτι μαλακίες που δε θυμάμαι τώρα και πλησιάζουνε, πλησιάζουνε, γίνεται το τζαρτζάρισμα, σπρώχνουνε από κει, κρατάμε από δω μέχρι που σηκώνεται το πρώτο καδρόνι, τα παίρνει ο Κώστας και βαράει πρώτος, μου τη σβουρίζει κι εμένα και βουτάω σα ροκ σταρ στο πλήθος, αισθάνομαι τα καδρόνια να με χτυπάνε στο κράνος, πέφτω κάτω, πάει ένας να μου πάρει την ασπίδα, γκάαπ πάω να του ρίξω μία στο χέρι να κουλαθεί, να του πω μετά, "Εμένα είπες γουρούνι, μωρή χαμούρα με την κοιλάρα;" Ή πιο κατασκοπικά και μυστήρια, "Σε δέρνω, γιατί είμαι ΜΑΤα Χάρη σου κάνω, μωρή". Ποίησις!
Αλλά δε μπόρεσα να δείρω. Κάτι μέσα μου μ’ εμπόδιζε και δεν το έβλεπα να το συζητήσουμε, ρε παιδί μου, να το πλακώσω στις μπουνιές και να μ’ αφήσει ήσυχο. Και να σκεφτείς ότι κάτι φρικιά κάνουν ό,τι μπορούν να με ξεκολλήσουν και να σώσω να καταφέρω δηλαδή τα τουλουμιάσω και όχι να τα σώσω. Περνάνε με το μπλοκ τους και τα μαντήλια στη μούρη και με βρίζουν να με νευριάσουν. Κι άμα βαριούνται και δεν το κάνουν τα φρικιά, αναγκάζονται να το κάνουν χωμένοι στα μπλοκ τους συνάδελφοι που έχουν ντυθεί φρικιά, με τα παλιά τους ρούχα δηλαδή, αυτά που φορούσαν πριν περάσουν στη σχολή. Ούτε όμως η συναδελφική αλληλεγγύη με σώζει. Όλοι οι συνάδελφοι τα παίρνουν, με οποιαδήποτε έννοια το πάρετε, μόνο εγώ δεν τα παίρνω.
Τελευταία φορά σκεφτόμουνα ότι θα μπορούσα να ήμουνα σε μια παραλία να πίνω τα φρέντο μου τόσο τρελαινόμουνα. Εκείνη τη στιγμή που λες κοζάρω ένα μπλοκ μαθηματικών, ήτανε μαζί με κάτι άλλους πανεπιστημιάκηδες, γαμάνε τα φοιτητριάκια μπας και τους ρίξουνε κανένα βαθμό κι έχουνε κι αιτήματα, βρ' άει και γαμήσου καραγκιόζη, βλέπω που λες τους μαθηματικούς και τρελαίνομαι, γιατί σημείωσε, γιατρέ μου. κάθε χρόνο με κόβανε μετεξεταστέο στα μαθηματικά για Σεπτέμβριο, όλα τα καθάρματα που είχα στα σχολεία που πήγαινα και μου χαλάγανε τα καλοκαίρια, όλοι έξω να παίζουνε μπάλα μέσα ο μαλάκας να διαβάζει, ακόμα και στο ιδιωτικό που με πήγε ο πατέρας μου μπας και πάρω το ρημαδοαπολυτήριο. Και πάνω που είχα σηκώσει το ρόπαλο να το κοπανήσω στα κεφάλια των άθλιων διαδηλωσάκηδων, βλέπω ξαφνικά δυο περίχαρα πουλάκια στην απέναντι νεραντζιά! Και…μένω, μετέωρος εν μέσω του κακού χαμού…ξαφνικά ο θόρυβος της μάχης σβήνει, η οχλοβοή κοπάζει κι αισθάνομαι τη μελωδία των ερωτευμένων πτηνών να μεγαλώνει, να διογκούται σε ντο μείζονα και αίφνης το πλήθος γίνεται ένα, όλοι γινόμαστε ένα, οι ομορφοπρόσωπες φοιτήτριες σειρήνες, με σώμα πουλιού, κελαηδούν και τρώνε πόρτα στα βουλωμένα αυτιά των λοιπών αργοναυτών, ενώ εγώ ο Ιάσων δεμένος στο κατάρτι εκλιπαρούσα γαλήνη στη μέθη της μαγείας που διακρίνει την πανδαισία ήχων και χρωμάτων, στο κάλεσμα γι’ άλλη μια καταστροφή που προσφωνείται σεξ χωρίς σύνορα, με τις ξυπόλητες ερινύες ν’ αναστενάζουν στ’ αγκάθια της γαϊδουριάς και του κέρατου. Και η βάρκα ξαναέγειρε προσκαλώντας ωσάν την βιβλική κιβωτό του Νώε τις μέλισσες εντός της σάλας με τα μυριάκις αναβοσβήνοντα λαμπιόνια, τα εμπεπηγμένα εις γύρη ανθέων ηδονικώς αρωματίζοντα την αίθουσα του θρόνου και ο Έρως, σκηπτροφόρος και υψιπετής, ενδεδυμένος το μανδύα του βασικού ενστίκτου. Τότε η ψυχή μου άνοιξε, εχωρίσθη στα δυο, ωσάν το ουράνιον στερέωμα προαναγγέλον τη βροντερή του Κυρίου φωνή: «Μετανοείτε καθάρματα και σκερβελέδαι παλαιοκομμουνισταί!»
Εκεί λοιπόν, στάθηκα γυμνός από οργή, ακάλεστος μάρτυρας-ματάκιας στην ερωτική ωδή των δύο πουλακίων, μιλώ για την πράξη που εγώ από παιδί ήθελα να απολαύσω με τη θεία μου, αλλά ο θείος μου με πλάκωσε στο ξύλο όταν του ζήτησα το χέρι της αξιοζήλευτης εράσιμης γυναίκας του…Και το γάργαρο νεράκι της λίμπιντο κύλησε μέσα μου και δε μου επέτρεψε να τσακίσω κανένα καθίκι, έμεινα γι’ άλλη μια φορά με το ρόπαλο της ζωής στο χέρι, ναρκωμένος από αυτό τον κατακλυσμό των υποσυνείδητων παρορμήσεων, ώσπου άκουσα τη φωνή του κυρίου: Αθανασόπουλεεεεε! Ταρακουνημένος από την επίκληση του ονόματός μου, γυρίζω και η χλαλοή της συμπλοκής με ρουφάει καθώς τον βλέπω: ο Πιπερίδης, ο μαθηματικός που είχα στο λύκειο στο Ρέντη!
Κύριε, λέω, Αθανασόπουλε, χαμένο κορμί, μπάτσος έγινες βρε; Και δε φτάνει αυτό αλλά δε μπορείς και να βαρέσεις κιόλας, άχρηστε, ε, άχρηστε, κουμπούρα, βάρα μας Αθανασόπουλε, τι περιμένεις; Πώς θα καυχηθούμε το βράδυ στις ειδήσεις ότι είμαστε ήρωες κι εσείς μπάτσοι, γουρούνια καθάρματα; Τι θα πω μωρέ στα τραγκαουνάκια που μ’ έχουνε απόψε καλεσμένο; Κατάλαβες γιατρέ μου τι έπαθα; Εγώ, εγώ να σέβομαι τους πρώην καθηγητές μου και να μην τους σαπίζω; Βοήθα με γιατρέ μου να γίνω πάλι καλά, να μπορώ να δέρνω σαν άνθρωπος, χωρίς να φοβάμαι, χωρίς να σέβομαι, όπως πρέπει, βοήθα με γιατρέ μουουουου….
Τι θα μου πει ο γιατρός; Μην ανησυχείτε αγαπητέ, μια δουλειά κάνετε όπως όλες οι άλλες, μην το παίρνετε κατάκαρδα, θα σας συστήσω μία αγωγή που θα σας κάνει να αισθανθείτε καλύτερα… Μμμμ!... Ωραία! Αυτά θα πάω να του πω του ψυχαναλυτή μου. Αυτή τη φορά θα τα καταφέρω να του τα πω ή τα τον πλακώσω στις μπούφλες. Πάμε!
Η ΑΝΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΝΕΥΜΑΤΩΝ
-Ένας προβολέας φωτίζει μια καρέκλα όπου κάθεται ο κρατούμενος. Μία άλλη καρέκλα αριστερά όπου κάθεται ο Καλός. Ο Κακός όρθιος περιφέρεται γύρω από τον κρατούμενο. Γύρω σκοτάδι. Μία κάμερα σε συνεχές κοντινό στο πρόσωπο του ανακρινόμενου. Όταν κάποιος από τους ανακριτές τον πλησιάζει μπαίνει στο πλάνο που προβάλλεται στην οθόνη. Πλησιάζει τον κρατούμενο που τρέμει σαν το ψάρι. Κρατάει μια τανάλια-
ΚΑΚΟΣ: Θα μιλήσεις, ρε τομάρι; Θα μιλήσεις ρε; ΜΙΛΑ, ΡΕ ΠΑΛΙΟΤΟΜΑΡΟ!
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Μα τι να πω;
ΚΑΚΟΣ: Κάνεις τον ανήξερο; Ε; Πάλι τα ίδια θα λέμε; Επίτηδες το κάνεις για να μας ταλαιπωρείς; Τώρα, τώρα ρε αλήτη θα σου βάλω ξανά τον Γεωργιάδη στον Πρετεντέρη, ρε καθίκι.
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Μη! Μη! Θα πω ό,τι θέλετε, μη! Μη!
-ο ΚΑΚΟΣ σταματάει-
ΚΑΚΟΣ: Άντε να σε δω. Λοιπόν λέγε: Ποιον θεωρείς καταλληλότερο για πρωθυπουργό; Τον Αλέξη, τον Βαγγέλη, τον Αντώνη, την Κωνσταντοπούλου, τον Σρεκ, το Ρατατούη, τον Μίκη ή τον Γκούφη;
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Ποιός ήταν ο μεσαίος;
ΚΑΚΟΣ: Κάνεις το χαζό; Μας έχεις για μαλάκες;
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Όοοχι, εγω..
ΚΑΚΟΣ: Λέγε ρε!
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Μα τι να πω;
ΚΑΚΟΣ: Πιστεύεις ότι η Ελλάδα πρέπει να αναγνωρίσει τα Σκόπια ως Άνω-Κάτω Μακεδονία ή να βάλει βέτο στο συμβούλιο ασφαλείας προαστίων του ΟΗΕ;
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Τι;
ΚΑΚΟΣ: Υπήρξε ή όχι συνωστισμός στο λιμάνι της Σμύρνης κατά την εκκένωσή της από τους ελληνικούς πληθυσμούς;
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Εεε υπήρξε!
ΚΑΚΟΣ: Ααα, άρχισες να θυμάσαι βλέπω. Για πες μου…
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Τι να πω;
ΚΑΚΟΣ: Σκασμός ρε! Σε ρώτησα; Τι ρωτάς; Λέγε! Υπήρξε το κρυφό σχολειό ή όχι;
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Δεν ξέρω.
ΚΑΚΟΣ: Δεν ξέρεις; Αγνοείς την ιστορία μας ρε; Θα σε σκίσω ρε αντεθνικό απόβρασμα!
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Σας παρακαλώ, λυπηθείτε με!
ΚΑΚΟΣ: Έτσι, συνέχισε, μ’ αρέσει να με παρακαλάνε. Συνέχισε αλήτη. Φτιάξε μου τη μέρα!
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Θα κάνω ό,τι μου πείτε.
ΚΑΚΟΣ: Άμα είσαι υπάκουος θα περάσουμε καλά εμείς οι δυο. Λέγε λοιπόν. Ποια είναι η αγαπημένη σου τηλεοπτική εκπομπή;
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: ….
ΚΑΚΟΣ: Δεν απαντάς; Δε βλέπεις τηλεόραση; Ε;
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Όοοοχι
ΚΑΚΟΣ: Όχι; Τώρα έσκαψες το λάκκο σου. Ούτε ειδήσεις ρε; Μίλα ρε κουλτουριάρικο τομάρι. Είδες εχτές Σταύρο Θεοδωράκη;
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: -προσποιητά- Εεε, είδα
ΚΑΚΟΣ: Μπα; Να και μια απάντηση. Με ποιον μίλαγε;
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Με τον –σκέφτεται- Μίκη . Όχι, με τον Τράγκα Θεοδωράκη.
ΚΑΚΟΣ: Και τι λέγανε;
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Με τον Μίκη; Δεε, δε θυμάμαι.
ΚΑΚΟΣ: Θα σε κάνω εγώ να θυμηθείς, όταν τελειώσουμε θα τα έχεις θυμηθεί όλα εκτός από ένα: το όνομά σου! -παίρνει μια τανάλια και κάνει ότι του βγάζει τα νύχια-
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Μηηηη, σας παρακαλώ, θα πω ό,τι θέλετε, ό,τι μου πείτε!
ΚΑΚΟΣ: Ό,τι σου πούμε εμείς, ε; Θες δηλαδή οι απαντήσεις σου να είναι στημένες; Να χάσουμε το ψωμάκι μας ρε μουνί; Τώρα θα σε καθαρίσω, δε σε σώζει τίποτα. –βγάζει μια πιρούνα μαγειρικής και πάει να τον καρφώσει-
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Όχιιιιιιιιιιι
-Ο Καλός που μέχρι αυτή τη στιγμή καθόταν απαθής και κάπνιζε σηκώνεται και σταματάει τον Κακό-
ΚΑΛΟΣ: -στον Κακό- Ξεκουράσου λίγο, άσ’ τον σε μένα.
-Ο Κακός δε λέει τίποτα, παραπέρα και παρακολουθεί έτοιμος να ορμήσει στον κρατούμενο ανά πάσα στιγμή. Ο Καλός πλησιάζει τον Κρατούμενο και του λέει-
ΚΑΛΟΣ: Διψάς; -ο κρατούμενος νεύει ναι. Ο καλός του δίνει να πιει από ένα ποτήρι νερό-
Τσιγάρο;
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Ευχαριστώ.- ανάβει-
ΚΑΛΟΣ: Μην παρεξηγείς το συνάδελφό μου. Είναι λίγο πιεσμένος αυτές τις μέρες. Μας έχουνε τρελάνει οι από πάνω, έχουνε σπάσει τα νεύρα μας. Το παραμικρό λάθος μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Για να μας βοηθήσεις λοιπόν, πρέπει, εκτός από το να βλέπεις τηλεόραση περισσότερο, να απαντάς με σαφήνεια σε ό,τι σε ρωτάμε. Σύμφωνοι;
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Σύμφωνοι.
ΚΑΚΟΣ: Πάμε λοιπόν απ’ την αρχή: Πρέπει οι διαδηλωτές που συλλαμβάνονται να κρεμιούνται στο Σύνταγμα; Ναι ή όχι;
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Γιατί;
ΚΑΚΟΣ: -πετάγεται απάνω- Τι γιατί ρε πούστη; Ρε αρχίδι; Ρε βρωμόσκυλο; Θα απαντήσεις καμιά φορά; Θα σε σκίσω ρε!
ΚΑΛΟΣ: -τον συγκρατεί- Ηρέμησε, ηρέμησε σε παρακαλώ, ηρέμησε! Κάθισε.
-στον Κρατούμενο-
Γιατί το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Την άλλη φορά δε θα μπορέσω να τον συγκρατήσω.
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Μα εγώ...
ΚΑΛΟΣ: Σσσσσς! Βοήθα τον εαυτό σου, για τελευταία φορά. Λοιπόν, Θα εκπληρώσει ο Σαμαράς τις υποσχέσεις του, από το Ζάππειο 5 βδομάδες;
ΚΑΚΟΣ: Να γραφτεί ο Κασιδιάρης στην ΚΝΕ;
ΚΑΛΟΣ: Μετά τα όπλα πιστεύεις ότι πρέπει να νομιμοποιηθεί κι η χρήση ναρκωτικών ουσιών στη Βουλή;
ΚΑΚΟΣ: Θα αγόραζες dvd αν σου έδιναν δώρο και μια εφημερίδα;
ΚΑΛΟΣ: Να γίνει κούρεμα στο χρέος της Ελλάδας ή ξύρισμα;
ΚΑΚΟΣ: Το χτενίζεις το κανταΐφι;
ΚΑΛΟΣ: Το κανελλώνεις το ρυζόγαλο;
ΚΑΚΟΣ: Ο Θεός είναι άθεος;
ΚΑΛΟΣ: Ο Βενιζέλος να μείνει υπουργός εξωτερικών ή να γίνει δήμαρχος Αθηναίων; Να ξαναλένε τη Ντόρα Μητσοτάκη;
ΚΑΚΟΣ: Να πάει ο Γιωργάκης στον Σύριζα;
ΚΑΛΟΣ: Τι θα ψήφιζες αν δεν γίνονταν εκλογές;
ΚΑΚΟΣ: Η Πιπιλή σου αρέσει σα γυναίκα;
ΚΑΛΟΣ: Θες ο δήμαρχος της Αθήνας να είναι πούστης;
ΚΑΚΟΣ: Μίλα!
ΚΑΛΟΣ: Λέγε!
ΚΑΚΟΣ: Πότε θα παντρευτεί ο Ρέμος;
ΚΑΛΟΣ: Ο Άδωνης είναι υπαρκτό πρόσωπο ή κατασκευασμένος ψηφιακά;
ΚΑΚΟΣ: Με τις μαζικές απολύσεις θα μειωθεί η ανεργία;
ΚΑΛΟΣ: Αν χρωστάς στο δημόσιο 100 ευρώ να μπαίνεις φυλακή ή να μπαίνεις στο νόημα;
ΚΑΚΟΣ: Πόσοι ήταν οι 58;
ΚΑΛΟΣ: Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω;
ΚΑΚΟΣ: Μασάει η κατσίκα την ελιά;
ΚΑΛΟΣ: Κλάνει και τα κουκούτσια;
ΚΑΚΟΣ: Το κατοχικό δάνειο το χρωστάει η Ελλάδα στη Γερμανία;
ΚΑΛΟΣ: Αν η μισή Ουκρανία βρίσκεται, γιατρέ, στη Ρωσία η άλλη μισή στην Κίνα βρίσκεται;
ΚΑΚΟΣ: Ο Ομπάμα ήταν μαύρος πριν γίνει πρόεδρος;
ΚΑΛΟΣ: Η Μισέλ Ασημακοπούλου και ο Μισέλ Λιάπης είναι το ίδιο πρόσωπο;
ΚΑΚΟΣ: Πόσα απίδια βάνει ο σάκος;
ΚΑΛΟΣ: Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα;
ΚΑΚΟΣ: Πότε θα κάνει ξαστεριά;
ΚΑΛΟΣ: Πότε θα Φλεβαρίσει;
ΚΑΚΟΣ: Πού κατουράνε οι περιπτεράδες;
ΚΑΛΟΣ: Πονάνε ωρέ τα παλληκάρια;
ΚΑΚΟΣ: Από πάνω σαν τηγάνι, από κάτω σα βαμβάκι, από πίσω σαν ψαλίδι, τι είναι;
ΚΑΛΟΣ: Ψηλός - ψηλός καλόγερος και κόκαλα δεν έχει
ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΣ: Ο καπνός!
ΚΑΛΟΣ-ΚΑΚΟΣ: Επιτέλους!
ΚΑΛΟΣ: Είδες που δεν ήταν τίποτα;
ΚΑΚΟΣ: Δεν πόνεσε, πόνεσε;
-λύνουν τον Κρατούμενο-
ΚΑΛΟΣ: Μας συγχωρείς αν σε ταλαιπωρήσαμε λιγάκι. Αλλά η σωστή δημοσκόπηση θέλει το χρόνο της.
ΚΑΚΟΣ: Και το κατάλληλο δείγμα.
ΚΑΛΟΣ: Σε ευχαριστούμε που μας βοηθάς να στηρίζουμε τους θεσμούς της δημοκρατίας μας.
-του σφίγγουν το χέρι-
ΚΑΚΟΣ: Σε ευχαριστούμε για τη συνεργασία. Ορίστε και η κάρτα μας. Να έχεις ένα όμορφο βράδυ.
-φεύγουν. Ο Κρατούμενος κοιτάει την κάρτα άναυδος. Σκοτάδι-
(Το νούμερο είναι φανερά επικαιροποιημένο. Έκλεισε αισίως τα επτά του χρόνια και συνεχίζει. Η ιδέα ήταν παραγγελιά του Νίκου Ορφανού που σκηνοθέτησε το αρχικό κείμενο στην παράσταση "5" του 2007 στο Mad Club, όπου έπαιξε και το ρόλο του Κακού. Καλός ήταν ντυμένος ο Γρηγόρης Ποιμενίδης και Κρατούμενος ο Θάνος Κοντογιώργης)
Το θεατρικό της Πέμπτης Δημοτικού μου
Η Μαμά κι ο Κουμπάρος άφαντοι από μέρες κι εγώ κοπάνα απ’ το σχολείο, μπήκα ξαφνικά στο σπίτι. Η Κουμπάρα στη ντουλάπα κι ο Μπαμπάς απέναντί μου στην κρεβατοκάμαρα φοράει ένα βιαστικό σεντόνι σαν αρχαίο χιτώνα.-Μπαμπά, το ξέρεις ότι η διαφθορά ξεκινάει από μια μεγάλη τσαντίλα;
-Τι ’ν’ αυτά που λες, παιδί μου;
-Μα δεν σκέφτηκες ποτέ ότι έρχεται στιγμή που κάποιοι υπάλληλοι και υψηλά ιστάμενοι παράγοντες και λειτουργοί εκνευρίζονται και αρχίζουν να τα παίρνουν;
-…. (άφωνος)
-Αμάν πια, ρε μπαμπά, όλα εγώ θα στα λέω;
-Μπαμπά, ξέρεις γιατί ανέβασαν την τιμή των διοδίων οι εργολάβοι;
-Για να κονομήσουν, παιδί μου.
-Ναι,, αλλά γιατί δεν το ανέβαλε λίγο η κυβέρνηση για μετά τις δημοτικές εκλογές;
-Θες να πεις ότι οι εργολάβοι θέλουν να κάνουν κακό στην κυβέρνηση;
-Όχι, ρε μπαμπά, το αντίθετο λέω. Οι εργολάβοι ανέβασαν τα διόδια για να ξαναβγάλει η κυβέρνηση μερικούς από τους δικούς της δημάρχους, αυτούς που ανεβάζουν τις μπάρες. Εκεί αποσκοπεί η αμοιβή των εργολάβων. Αμάν πια. Όλα εγώ θα στα λέω;
-Δε λέω.
-Το ξέρω.
Σατιρική εκπομπή
Άρης Σπηλιωτόπουλος: Πιάσανε και τις κακές ΜΚΟ. Τι θα κάνουμε τώρα χωρίς βαρβάρους;
Νικήτας Κακλαμάνης: Τις βαρβάρες;
Αληθινή τηλεόραση
Οικονόμου του Σκάι: Με τον ίδιο τρόπο μαζεύουν τα σκουπίδια μνημονιακοί και αντιμνημονιακοί περιφερειάρχες.
Δούρου του ΣΥΡΙΖΑ: Κι εσύ με τον ίδιο τρόπο νομίζεις θα τους πληρώνεις και τους δύο;
Ένας παλιός φίλος του Μπαμπά τον ταλαιπωρεί στο καφενείο
Παλιός φίλος του Μπαμπά: Η Ελλάδα μας ως μέλος του ΟΟΣΑ έτσι κι αλλιώς ήταν υποχρεωμένη να δώσει το 0,5% του ΑΕΠ στις πιο φτωχές χώρες. Το είχαμε χαμένο.
Ο ίδιος ο Μπαμπάς: Παρακάτω.
Παλιός φίλος του Μπαμπά: Εγώ κι ένας φίλος μου φτιάξαμε μια ΜΚΟ για να δώσουμε κάποια εκατομμυριάκια στους Σουδανούς δικαστές που χρειάζονταν επιμόρφωση.
Ο ίδιος ο Μπαμπάς: Τους επιμορφώσατε;
Παλιός φίλος του Μπαμπά: Ποιους; Α, ναι. Αλλά τους ξέραμε τους Σουδανούς τι κουμάσια είναι, σιγά μη μαθαίνανε την τύφλα τους.
Ο ίδιος ο Μπαμπάς: Τα λεφτά τα δώσατε στο Σουδάν να τους επιμορφώσει μόνο του;
Παλιός φίλος του Μπαμπά: Και πού να τα δίναμε τα λεφτά; Ε; Θα τα τρώγανε γιατί ως γνωστό τοις πάσι είναι διεφθαρμένοι οι Σουδανοί,, μην πω ε ρε μνημόνιο που τους χρειάζεται.
Ο ίδιος ο Μπαμπάς: Παρακάτω.
Παλιός φίλος του Μπαμπά: Έτσι, τα κρατήσαμε στις τσέπες μας τα λεφτά, τα παντελονιάσαμε για να μη πάνε χαμένα, ήταν κι ελληνικά, κόπος του λαού μας.
Ο ίδιος ο Μπαμπάς: Μείνανε στη χώρα μας δηλαδή.
Παλιός φίλος του Μπαμπά: Περίπου. Τα καταθέσαμε στην Ελβετία και σε 5-6 κωλόσπιτα στο Λονδίνο. Γι’ αυτό σε θέλω. Έχεις να μου δανείσεις χίλια ευρά να πάνω στο Λονδίνο μέσω Γενεύης;
Και η νύχτα προχώρησε. Στο διπλανό διαμέρισμα κοιμούνται νωρίς.
Διπλανός: Η Ουκρανία ανήκει στις Ουκρανές, δηλαδή στους Έλληνες.
Διπλανή: Τι έπαθες, αγάπη μου; Κοιμήσου και τα λέμε το πρωί. Αν προλάβεις.
Πρόβα Τζένη Ράλη
-Πες ότι χρειάστηκε να πάω το ζωντανό μου στον κτηνίατρο και για επίσκεψη, εξέταση, φάρμακα μου έρχεται ένα κουστουμάκι 60 ευρούλι-α.
-Και τι έκανες;
-Τα πλήρωσα
-Ωραία. Δηλαδή τελείωσε το βάσανο. Τι με θες λοιπόν;
-Επιστρέφοντας στο σπίτι μου με το ζωντανό παρέα, άκουσα μέσα μου μια φωνή να μου λέει, «Και γιατί δεν έδινες αυτά τα λεφτά να σώσεις ένα παιδάκι στην Αφρική;»
-Και τι έκανες τότε; Ένοιωσες τύψεις;
-Ναι, αλλά απάντησα της φωνής, «Να πας, μωρή, να τα πεις αυτά στους τύπους των ΜΚΟ που έφαγαν εκατοντάδες εκατομμύρια που προορίζονταν για εκατομμύρια παιδάκια.»
-Μπράβο. Πώς αισθάνθηκες μετά;
-Άσχημα γιατί με πλάκωσε στις μπουνιές η φωνή.
-Δεν ήταν από μέσα σου, ε;
-Μη μου κλέβεις την καλή ατάκα τώρα.
-Και ήταν αντρική η φωνή, που είπες «μωρή», ε;
-Δεν είσαι εντάξει.
Σε κάποιο γραφείο υπουργείου
-Όλα κι όλα, χριστιανέ μου, πώς να σου δώσω επιδότηση για ΜΚΟ προστασίας του παπαγάλου Βορείου Πόλου;
-Γιατί;
-Πόσοι παπαγάλοι, ρε, υπάρχουν στον Βόρειο Πόλο;
-Ένας. Γι΄ αυτό χρειάζεται προστασία.
Στο ταμείο του σούπερ-μάρκετ
-Τα λεφτά δε φέρνουν την ευτυχία.
-Τα λίγα ή τα πολλά λεφτά;
Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΒΕΤΖΙΝΑ
Τα αυτοκίνητα καίνε πλέον πιο πολύ στην εθνική οδό απ’ όσο στην πόλη. Στην πόλη καίνε πολύ βενζίνη, στην εθνική οδό όμως καίνε διόδια.
Ένας συμπολεμιστής μου από το στρατό είπε να πάει Ορεστιάδα από την Καλαμάτα για το καθιερωμένο ετήσιο ριγιούνιον, αλλά για να πληρώσει τα διόδια αναγκάστηκε να πουλήσει το αυτοκίνητο για εισιτήρια επιστροφής.
Τα λεφτά από το αυτοκίνητο φτάσανε μέχρι την Κατερίνη. Είπε να πάρει το τραίνο, αλλά δε μπορούσε να περιμένει γιατί το τραίνο φεύγει πάντα στις οκτώ ταξίδι για και από την Κατερίνη χωρίς να ξεκαθαρίζει ο στίχος του γνωστού τραγουδιού αν μιλάει για πρωί ή βράδυ.
Πούλησε το κινητό του, πήρε το ΚΤΕΛ κι έφτασε μέχρι τη Λάρισα. Εκεί μάζευε ένα μήνα βαμβάκι κι επέστρεψε. Στην Ορεστιάδα.
Καλαμάτα δε μπόρεσε να επιστρέψει γιατί δεν είχε χρήματα για εισιτήρια. Δεν τον πλήρωναν οι εργοδότες που ήταν χρυσαυγίτες και δεν ήθελαν να πληρώνουν έλληνες σα να ήταν μετανάστες, έτσι τον άφησαν άφραγκο. Και τους μετανάστες που είχαν στη δούλεψή τους απλήρωτους κι αυτούς τους άφησαν, αλλά δε μετράει γιατί είναι μετανάστες. Τι να κάνει, έκανε τον Πακιστανό και τον πήραν δωρεάν για στρατόπεδο συγκέντρωσης. Το έπαιξε κορώνα-γράμματα. Περίμενε να τον πάνε Κόρινθο αλλά όπως στριφογύριζε το κέρμα το άρπαξε στον αέρα μια είδηση για έκτακτο φόρο που βγήκε από μια κοντινή τηλεοπτική συσκευή. Η είδηση βγήκε, όχι ο φόρος, ήταν διαρροή, αλλά χρήμα που μπαίνει στην εφορία είναι σαν το ψάρι στον κώλο. Δε βγαίνει εύκολα. Δεν είχε τύχη λοιπόν και βρέθηκε σε στρατόπεδο στην Ορεστιάδα.
Εκεί επιτέλους του χαμογέλασε η τύχη μαζί με τον κουμπάρο μου, τον μαθηματικό που αποσπάστηκε σε σχολείο εκεί κοντά, στο Βάλτο.
Ήταν Παρασκευή μεσημέρι και ο κουμπάρος επέστρεφε Αθήνα να δει τη γυναίκα του, τα παιδιά του και κυρίως να φάει και να κάνει κάνα μπανάκι. Περνώντας από Ορεστιάδα είδε τον συμπολεμιστή μου και τον πήρε μαζί.
Γνωρίζονταν από το στρατό. Το κουμπάρος μου μέγας τσάτσος ήταν στη στρατολογία στο Ρουφ και έστειλε μετάθεση στην Ορεστιάδα τον συμπολεμιστή μου για να μην πάω εγώ. Δεν τα κατάφερε όμως γιατί κι ο συμπολεμιστής μου έκανε ακριβώς το ίδιο. Έτσι, βρεθήκαμε να υπηρετούμε την πατρίς εκεί γιατί η Αθήνα δε χωρούσε άλλους τσάτσους. Είχε ήδη έναν πρόεδρο Δημοκρατίας, μέγα τσάτσο που βγήκε με τις ψήφους και του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, τις δημόσιες υπηρεσίες ήταν το ΠΑΣΟΚ αυτοδύναμο στην κυβέρνηση ή η ΝΔ, δεν θυμάμαι καλά, αλλά στις υπηρεσίες δεν είχαν άλλες καρέκλες να κάτσουν οι διορισμένοι με μέσον και φτάνανε στα άκρα να δουλεύουν μονά-ζυγά ακριβώς όπως με τον δακτύλιο. Μετά άρχισαν απεργίες όσοι είχαν λήγοντα ΑΦΜ μονό γιατί δούλευαν περισσότερες μέρες από τους ζυγούς...
Πού είχαμε μείνει όμως; Ορεστιάδα ενάμιση χρόνο φαντάροι. Κανείς δεν κρατά κακία τέτοιες μέρες και ο κουμπάρος πήρε τον συμπολεμιστή μου και τον έφερε Αθήνα. «Από Θεσσαλονίκη Αθήνα θα πάτε εύκολα γιατί είναι κατηφόρα αν κοιτάξετε το χάρτη που σας πουλάω», τους είπε ένας Πόντιος από την Κεφαλονιά, ο Πιλάτος αν θυμάμαι καλά ή Κοτσονάτος, γιατί στεκόταν καλά ο κότσος του.
Δεν πήραν χάρτη όμως γιατί ο κουμπάρος δεν πήρε τον συμπολεμιστή μου με το αμάξι του, γιατί το είχε αφήσει εδώ για τη γυναίκα και τα παιδιά. Όχι να κυκλοφορούν, στο σαλόνι το έχουν για να χρησιμοποιούν το καλοριφέρ του που καίει βενζίνη θέρμανσης. Πιο ακριβή από το πετρέλαιο, αλλά πετρέλαιο δεν βάζει η πολυκατοικία γιατί το σιχαίνονται 2-3 ένοικοι και δε θέλουν να το βλέπουν. Δεν το σιχαίνονται για την απαίσια μυρωδιά του, αλλά για την τιμή του. Είναι πολύ υψηλή και τους κάνει να αισθάνονται κατώτεροι. Και στο σχολείο κοντούς τους ανεβάζανε, κοντούς τους κατεβάζανε. Είναι το επώνυμό τους και όσο να ’ναι τους ενοχλεί όταν χρησιμοποιείται ως επίθετο.
Κουμπάρος και συμπολεμιστής μου γύρισαν Αθήνα δεμένοι ανάμεσα στους άξονες μιας νταλίκας σαν Αφγανοί της Πάτρας για Πρίντεζι. Εκεί κατέληξαν. Ευτυχώς η Ιταλία έχει σοβαρό κράτος. Μόλις τους τσίμπησαν τους έστειλαν με αεροπλάνο παρακαλώ στην Καμπούλ. Ευτυχώς πάλι που το Αφγανιστάν είναι φτωχή χώρα, αλλά όχι σαν την Ελλάδα. Έτσι δεν έχει διόδια. Κάτι είναι κι αυτό, ας βλέπουμε τη θετική πλευρά της ζωής. Δεν ανησυχώ γι’ αυτούς. Θα τους δουν πολιτισμένους, θα τους φοβηθούν, αλλά θα τους σεβαστούν και θα τους στείλουν Αμερική. Από κει κοντά είναι. Θα μας τους στείλουνε σε e-mail. Μόνο φωτογραφίες τους στο Γκουαντάναμο, αλλά απ’ το τίποτα!... Άσ’ τους αυτούς, έχουν εξασφαλισμένο φαγητό και ύπνο. Αλίμονο σ’ εμάς. Πού είχα μείνει;
Ήταν να πάνω Πατήσια αλλά έπρεπε να πληρώσω διόδια στην Αττική Οδό. Αν όμως πήγαινα μέσω Πλατείας Αττικής θα τα έτρωγα σε βενζίνη και χρόνο. Σκέφτηκα να πάρω το πατίνι και να συνδεθώ με τον προφυλακτήρα του τρόλεϊ που δεν έχει και εξάτμιση, γιατί προχθές που πήρα λεωφορείο έφτασα στον προορισμό μου μαύρος. Ήταν να επισκεφθώ μια θεια μου στον Ευαγγελισμό κι έφτασα στο νοσοκομείο ως έκτακτο περιστατικό. Μάλιστα σε άλλο νοσοκομείο, γιατί εκείνη τη μέρα ο Ευαγγελισμός υποτίθεται είχε κλείσει, αλλά επρόκειτο για παρεξήγηση. Όχι ο Ευαγγελισμός, αλλά ο Ευαγγελάτος έκλεισε γιατί άρπαξε πούντα από το ρεύμα που έχει ο Σκάι απ’ όταν πιάστηκε να μεταδίδει ντοπαρισμένος υπέρ του Παναθηναϊκού το παιχνίδι με τον Εργοτέλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου