Μπήκα στο τραμ χθες και πράγματι, όπως λέει η διαφήμιση, έφτασα στη δουλειά μου άνετα. Στο βαγόνι άλλωστε δεν υπήρχε στριμωξίδι.
Μαζί μου δεν ήταν παρά μόνο δύο γέροντες, οι οποίοι κοιτώντας έξω σε αντίθετες κατευθύνσεις αναπολούσαν μέσα τους και μέσα από ένα σιγανό μουρμουρητό ο καθένας το τραμ το τελευταίο της δεκαετίας του ’60 που ξεπάτωσε ο πατριάρχης Καραμανλής.
Ευτυχώς δεν πρόσεξαν ο ένας γέρος την ύπαρξη του άλλου, έτσι δεν συνομιλούσαν βαριακούγοντας και δεν με ξεκούφαναν. Έφτασα στη δουλειά μου, όπως κάποτε, δε θυμάμαι μετά από πόσο καιρό, στην ώρα μου ακριβώς. Αυτό ίσως επειδή ξεκίνησα δυο ώρες πριν απ’ όταν έφευγα για τη δουλειά μου με το αυτοκίνητο. Αισθάνομαι τόσο υπερήφανος που προσέφερα στο σύνολο, όσο μαλάκας είμαι όταν προσφέρω φόρους για το σύνολο και δεν ξέρω πού πηγαίνουν τελικά.
Πού μας κατάντησε η κρίση. Εγώ, γνωστός άθεος στο καφενείο για οικονομήσω λίγα χρήματα αναγκάζομαι τις Κυριακές να πηγαίνω να ψέλνω στην εκκλησία της γειτονιάς. Από σεβασμό δεν μπαίνω μέσα, ψέλνω έξω από το ναό, μπρος στην εκκλησά, μόλις σχολάσει η λειτουργία κι έχω καπέλο να μαζεύω ψιλά. Έτσι, δεν είμαι αναγκασμένος να ξυπνώ από τις έξι, αλλά στις εννιά, την ώρα που ξυπνούσα παλιά όταν πήγαινα και πούλαγα Ριζοσπάστη στα σπίτια.
Η ελληνική αγορά είναι διεθνώς σπάνιο φαινόμενο. Με μια βόλτα στα μαγαζιά θα διαπιστώσεις ότι μετά τις 20 κάθε μηνός σπανίζουν τα κέρματα, αλλά δε θα βρεις και κανέναν με λεφτά πάνω του
Στέκεις στη μέση του δρόμου και βγάζεις απ’ την τσέπη σου χαρτονόμισμα πάνω από πενηντάρικο. Κάποιοι θα σε κοιτάξουν με ζήλια, άλλοι από περιέργεια, άλλοι γι’ απόλαυση. Οι φίλοι θα σε υποπτευθούν, οι εχθροί θα σε «συμπαθήσουν», οι γυναίκες που σε παράτησαν θα το ξανασκεφτούν, οι ταβλαδόροι που σε πάταγαν κάτω θ’ αρχίσουν να χάνουν από σένα.
Στην αγορά είμαι περιζήτητος. «Ευτυχώς που έχεις ψιλά», μου λένε οι καταστηματάρχες. Αν είχα και χοντρά, όμως δεν θα με δούλευαν ψιλό γαζί, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα. Όπως στο ακίνητο, έτσι και στο χρήμα, αν έχεις μόνο την ψιλή κυριότητα, απλώς περηφανεύεσαι γι’ αυτό και δεν επωφελείσαι αλλιώς.
Μαζί μου δεν ήταν παρά μόνο δύο γέροντες, οι οποίοι κοιτώντας έξω σε αντίθετες κατευθύνσεις αναπολούσαν μέσα τους και μέσα από ένα σιγανό μουρμουρητό ο καθένας το τραμ το τελευταίο της δεκαετίας του ’60 που ξεπάτωσε ο πατριάρχης Καραμανλής.
Ευτυχώς δεν πρόσεξαν ο ένας γέρος την ύπαρξη του άλλου, έτσι δεν συνομιλούσαν βαριακούγοντας και δεν με ξεκούφαναν. Έφτασα στη δουλειά μου, όπως κάποτε, δε θυμάμαι μετά από πόσο καιρό, στην ώρα μου ακριβώς. Αυτό ίσως επειδή ξεκίνησα δυο ώρες πριν απ’ όταν έφευγα για τη δουλειά μου με το αυτοκίνητο. Αισθάνομαι τόσο υπερήφανος που προσέφερα στο σύνολο, όσο μαλάκας είμαι όταν προσφέρω φόρους για το σύνολο και δεν ξέρω πού πηγαίνουν τελικά.
Πού μας κατάντησε η κρίση. Εγώ, γνωστός άθεος στο καφενείο για οικονομήσω λίγα χρήματα αναγκάζομαι τις Κυριακές να πηγαίνω να ψέλνω στην εκκλησία της γειτονιάς. Από σεβασμό δεν μπαίνω μέσα, ψέλνω έξω από το ναό, μπρος στην εκκλησά, μόλις σχολάσει η λειτουργία κι έχω καπέλο να μαζεύω ψιλά. Έτσι, δεν είμαι αναγκασμένος να ξυπνώ από τις έξι, αλλά στις εννιά, την ώρα που ξυπνούσα παλιά όταν πήγαινα και πούλαγα Ριζοσπάστη στα σπίτια.
Η ελληνική αγορά είναι διεθνώς σπάνιο φαινόμενο. Με μια βόλτα στα μαγαζιά θα διαπιστώσεις ότι μετά τις 20 κάθε μηνός σπανίζουν τα κέρματα, αλλά δε θα βρεις και κανέναν με λεφτά πάνω του
Στέκεις στη μέση του δρόμου και βγάζεις απ’ την τσέπη σου χαρτονόμισμα πάνω από πενηντάρικο. Κάποιοι θα σε κοιτάξουν με ζήλια, άλλοι από περιέργεια, άλλοι γι’ απόλαυση. Οι φίλοι θα σε υποπτευθούν, οι εχθροί θα σε «συμπαθήσουν», οι γυναίκες που σε παράτησαν θα το ξανασκεφτούν, οι ταβλαδόροι που σε πάταγαν κάτω θ’ αρχίσουν να χάνουν από σένα.
Στην αγορά είμαι περιζήτητος. «Ευτυχώς που έχεις ψιλά», μου λένε οι καταστηματάρχες. Αν είχα και χοντρά, όμως δεν θα με δούλευαν ψιλό γαζί, αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα. Όπως στο ακίνητο, έτσι και στο χρήμα, αν έχεις μόνο την ψιλή κυριότητα, απλώς περηφανεύεσαι γι’ αυτό και δεν επωφελείσαι αλλιώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου