27/11/17

ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ ΓΑΤΙΝΗΣ: ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΧΑΜΕΝΟΥ ΚΑΡΑΒΙΟΥ

Επίκαιρο από 12/5/08
Τα ήξερα εγώ. Ο Έλλην Ροβινσών Κροίσος δεν είχε πια βενζίνη για να κυκλοφορήσει με το αυτοκίνητό του, έτσι πήρε το καράβι του να πάει να βρει βενζινάδικο και χάθηκε.


Βενζινάδικα έβρισκε, αλλά βενζίνη όχι. Μόνο κάρβουνα. Δεν έχασε καιρό και το εκμεταλλεύτηκε.


Έτσι, τελευταία φορά ο δορυφόρος τον είδε να πλέει μπροστά σε δυο θαλάσσια κοκορέτσια.


«Αυτό είναι το καράβι απ’ την Περσία του φίλου του υπουργού, με το παρατσούκλι Μπούσμπουρας. Και το βάφτισε με όνομα που δεν παραπέμπει σ’ αυτόν…»


«… και το καράβι αυτό χάθηκε, Γατίνη», ήταν οι προτελευταίες λέξεις που πετάχτηκαν μαζί με μισό κιλό σταγόνες σάλιο από τα σκασμένα όλο νεύρα χείλη του διευθυντή μου. Ευτυχώς δεν με πέτυχαν. Είχα σκύψει να μαζέψω τον επίχρυσο αναπτήρα που απ’ τη φούρια να μιλήσει του είχε πέσει κάτω. Τον έκρυψα στην τσέπη μου όλος χαρά που την πλήρωσε ο βρωμερός καθρέφτης πίσω μου. Και καλά να πάθει γιατί είχε δυο χρόνια να καθαριστεί, από τότε δηλαδή που ανέλαβε το τμήμα μας αυτός ο μαλάκας που τα ’βαψε μαύρα τα μαλλιά του, γι’ αυτό ποτέ δεν τολμούσε ν’ αντιμετωπίσει το είδωλο της αλήθειας: Τις άσπρες ρίζες στις τρίχες της κεφαλής του της πάνω. Ναι, τα είχε βάψε μαύρα που χάθηκε το καράβι που τον τάιζε κι αυτόν, τον πιο διεφθαρμένο μπάτσο του νομού. Αυτός δεν ήταν αστυνόμος, ούτε αστυνομός, αλλά αστυνονός με καπέλο.


«Να τσακιστείς να βρεις ποιοι και πού το σύρανε και να μου τους φέρεις εδώ», εκσφενδόνισαν στο τέλος σαν χιλιομασημένη τσίχλα τα χείλη του. Ήξερα ότι μασάει τα λόγια του γι’ αυτό δε μίλαγε ποτέ έξω απ’ τα δόντια που μετά άρχισαν να μασάνε το μουστάκι του. Καλή προσπάθεια, αλλά δεν έπεισε για τις προθέσεις του. Τα μαυρισμένα μάτια του απ’ το τελευταίο ξενύχτι στο στριπτιζάδικο, γεμάτα χαρά και κακία πρόδιδαν τη διάθεσή του και λέγανε άλλα: «Καλά να πάθει ο νταβατζής». Όμως τα ξεραμένα από το πρωινό ουίσκι στο φλιτζάνι του καφέ κιτρινισμένα από τον καπνό χείλη του ανωτέρου μου ξαναπήραν τη σκυτάλη, γιατί θέλουν πάντα να έχουν τον τελευταίο λόγο: «Μη σε ξαναδώ μπροστά μου χωρίς τον ένοχο, Γατίνη», άκουσε η πλάτη μου, γιατί είχα ήδη ξεκινήσει να φύγω μπας και βρω επιτέλους μια λύση που να μην είναι χειρότερη από το πρόβλημα που είχα ν’ αντιμετωπίσω. Η πόλη είχε μπροστά της τρεις βρεγμένες γάτες: Εμένα, τον καθρέφτη και την πλάτη μου. Ένα τεράστιο ερωτηματικό μου τύφλωνε τη σκέψη. Τι να έκανα;


Πού να έψαχνα;




Ευτυχώς, όταν δεν ξέρω τι να κάνω, αυτό ακριβώς κάνω. Για να ηρεμήσω πήγα στο Καβούρι να πιω ένα καραφάκι ούζο που είχα αγοράσει από το περίπτερο. Και το αστυνομικό μου δαιμόνιο απέδειξε περίτρανα πως δε μ’ έστειλε τυχαία στο Νέο Φάληρο, όπου βρέθηκα, γιατί είχα πάρει λάθος κατεύθυνση στην παραλιακή. Είδα μπροστά μου γονατιστή τη λύση. Μια γυναίκα κινούσε τα νήματα και χάθηκε το καράβι του νταβατζή. Τα γνωμικά του λαού βγαίνουν γι’ άλλη μια φορά αληθινά.


Και όταν το είδα από κοντά το καράβι κατάλαβα ποιος ήταν στην πραγματικότητα ο φίλος του υπουργού που παραμύθιαζε με το ψευδώνυμο Μπούσμπουρας: ήταν ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Ιάκωβος Νικολόπουλος που κυκλοφορούσε με το ψευδώνυμο Χρήστος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου