Ετυμολογία
[επεξεργασία] φιλέλληνας < αρχαία ελληνική φιλέλλην < φίλος + Ἕλλην
Ουσιαστικό
[επεξεργασία] φιλέλληνας αρσενικό ...που συμπαθεί, αγαπάει ή στηρίζει τους Έλληνες αλλά δεν είναι ΈλληναςΟ μεγαλύτερος φούρνος του κόσμου είναι η Γάζα.
Σε λίγο, μετά την Ουκρανία, θα χαρίζουμε πανάκριβα όπλα μας και στο Ισραήλ.
Πάτριοτ μάς χρυσοπούλησαν οι Αμερικάνοι για να τους προστατεύουμε εμείς στη βάση τους στη Σούδα. Μετά θα μας πουλήσουν κι άλλους να τους ξοδέψουμε γι’ αυτούς. Δεν είναι ελεύθερη αγορά αυτό, κύριε.
Οι Αμερικάνοι έχουν αυτές τις διατρητικές βόμβες που μπαίνουν λέει μέχτι εξήντα μέτρα βάθος και ψάχνουν πχ τον θρησκευτικό ηγέτη του Ιράν. Γιατί να μην τις αγοράσουμε να προεκτείνουμε το Μετρό τάκα-τάκα, μην ταλαιπωρούμε την κοινωνία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου