Και για την ακρίβεια “Θ(ε)οδωράκη", γιατί πήγαινε πάντα με τα “τραγούδια”. Το “τραγούδια” πιο δυνατά, φυσιολογικά, το “Θ(ε)οδωράκη" εμπιστευτικά, με χαμηλωμένα χείλη κι ένα πανοραμικό βλέμμα γύρω μην παρακολουθεί κανείς στημένος βαλτός.
Το μόνο απαγορευτικό που κατάλαβα τότε από τη Χούντα ήταν η μουσική Θεοδωράκη. Ήμουν μαθητής Δημοτικού, διαδηλώσεις δεν γνώρισα, ούτε θυμόμουν εκλογές. Νόμιζα πως μόνο "Θοδωράκης" απαγορευόταν.
Θυμάμαι κι άλλα. Είχαμε ένα από τα καλύτερα στερεοφωνικά ηχητικά συγκροτήματα με έξτρα δύο κασετόφωνα, ένα από τα γνωστά κι ένα με πιο χοντρές κασέτες. Από το σπίτι μας πέρναγαν κάθε τόσο δίσκοι με ή χωρίς εξώφυλλο, μεταγράφονταν σε κασέτες και συνέχιζαν σε άλλα σπίτια και άλλες κασέτες.
Ο πατέρας μου είχε και στο αυτοκίνητο κασετόφωνο με τις χοντρές κασέτες, τετρακάναλες έμαθα ήταν, με φαρδιά ταινία που έγραφε ήχο σε τέσσερα παράλληλα κανάλια. Κάθε φορά έπαιζε το ένα (δύο γιατί ήταν στερεοφωνικό) και μόλις τελείωνε ανέβαινε ένα κανάλι και άρχιζε να παίζει αυτό. Φυσικά όταν τελείωνε και το τέταρτο κανάλι ξανάρχιζε από το πρώτο. Ατέρμονες. Κάποιες κασέτες στο αυτοκίνητο είχαν αρχικά με ένα “Θ”. Πχ “Θ.Ρ.Ε.” Θεοδωράκης, Ρωμιοσύνη, Επιτάφιος. Αυτό για να μη μας πάρουν μάτι περαστικοί, αλλά κι επειδή τότε, επί Χούντας επικρατούσε το υποχρεωτικό καθεστωτικό οτο-στοπ.
Ένα πρωί, εκεί που ο πατέρας μου πήγαινε στην Αθήνα στο γραφείο του, του έκανε σήμα ένας να σταματήσει. “Γεια σας, είμαι Λοχαγός, θέλω να κατεβάσεις στο κέντρο”
“Και παπάς να ήσουν πάλι θα σε κατέβαζα”, εισέπραξε ένας από τον δήθεν ανέμελο πατέρα μου, που τον έλουζε κρύος ιδρώτας, καθώς έβλεπε τον λοχαγό να κοιτάζει παραξενεμένος τις κασέτες με τα αρχικά.
“Έβλεπα το χέρι του έτοιμο να πιάσει μία και να τη βάλει να παίζει”.
Ευτυχώς δεν έγινε αυτό, αλλά η ιστορία συνεχίζεται και φτάνει σ΄ ένα νύχτωμα που έμεινε αξέχαστο έτσι που ξημέρωσε. Ήταν Ιούνιος του '74, όπως διαπίστωσα λίγο μεγαλύτερος.
Εκείνο το βράδυ απαγορευμένα τραγούδια έσκιζαν ουρανούς και τοίχους. Όσο βάθαινε η νύχτα και λιγόστευε η δραστηριότητα της πόλης, χαμήλωναν, λιγόστευαν και οι ανάλογοι θόρυβοι, έτσι τ' απαγορευμένα τραγούδια Θεοδωράκη έφταναν σε όλο και περισσότερων ήσυχων πολιτών τ' αυτιά.
Όλο το βράδυ μέχρι το πρωί συνεχιζόταν το αντιστασιακό μουσικό πανηγύρι στη γειτονιά. Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε για διατάραξη κοινής ησυχίας. Δεν ακούγονταν κουκουβάγιες, ούτε τριζόνια, ούτε κορώνες από τενόρους ερωτιδείς γάτους. Επαναλαμβάνονταν μόνο καμιά εικοσαριά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, ξανά και ξανά μέχρι το πρωί.
Ο πατέρα μου πέφτοντας στο κρεβάτι λίγο πριν τις δώδεκα αναρωτήθηκε: "Ποιος είναι; Μπράβο του, αλλά θα τον πιάσουν και τι έχει να πάθει".
Το πρωί σηκώθηκε κατά τις έξι ως συνήθως και ένα άκουσμα Θεοδωράκη του θύμισε τον “λεβέντη” αντιστασιακό, αλλά και τον έκανε να θυμηθεί κάτι άλλο έντρομος: Έτρεξε με τις πυτζάμες βγήκε έξω, με τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο χέρι, άνοιξε την πόρτα και τράβηξε την κασέτα που είχε ξεχάσει μέσα το περασμένο βράδυ. Φαίνεται είχε βγει βιαστικά και μπήκε στο σπίτι, πιο γρήγορα από τον ήχο της μουσικής που ίσα-ίσα άκουγε και νόμιζε ότι ήταν πρόσφατη ανάμνηση της διαδρομής του από τη δουλειά. Ίσως θεωρούσε φυσιολογικό ν'΄ακούγονται τέτοια τραγούδια κι ας ήξερε ότι ήταν ο μόνος στη γειτονιά που τα είχε και τα έπαιζε και τα διέδιδε.
Δεν άκουσα να του είπαν εκείνου ή της μητέρας μου κάτι για το συμβάν, αν και ήμουν σίγουρος ότι όλοι οι γείτονες και γειτόνισσες ήξεραν ποιος είχε τέντα “Θοδωράκη” όλο το βράδυ. Στο κάτω-κάτω απολάμβαναν ωραία τραγούδια που είχαν καιρό ν'[ ακούσουν ή δεν είχαν ακούσει ποτέ μέχρι τότε και ποιος να ήξερε πότε θα τα ξανάκουγαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου