20/3/19

Α-Πορεία

Κάτι ήμουν, κάπου πήγαινα, το μόνο που δε θυμάμαι είναι πότε.
«Περπατώντας έρχεται η όρεξη» έλεγαν όσοι ήθελαν να χάσουν κιλά. Εγώ περπατούσα στην πλάτη της επικαιρότητας για να χάσω κοιλιά που έκανε η ομάδα κι έχανε εντός καθέδρας.

«Να φύγουν οι πρόσφυγες και τα παιδιά τους από τα σχολεία μας το απόγευμα. Μας κολλάνε μικρόβια που στην αθάνατη Ελλάδα δεν κυκλοφορούσαν ποτέ», άκουσα τη φρεσκοπλυμένη δήμαρχο Μάνδρας Αρχιδίων με το όνομα Ερυθρές ή Κριεκούκι, δε θυμάμαι, δε μ’ ενδιαφέρει. Συνέχισα την πορεία μου προς το άγνωστο στρατιωτάκι με βάρκα την ελπίδα που θα μας θάψει όλους, αφού πεθαίνει τελευταία.

Ώρα 12 το μεσημέρι ή τα μαύρα μεσάνυχτα -δεν έχει σημασία- τον είδα τον ξανθούλη, τον είδα ξαφνικά ακίνητο αμίλητο κι αγέλαστο να προσπαθεί ν’ απομακρυνθεί από το Χίλτον προς την Βασιλέως Κωνσταντίνου, την Καλλιρρόης, τη Συγγρού, μέχρι τη θάλασσα.  Τρόμαξα. Ο περιπτεράς του Αιγάλεω που περνούσε από κει μου εξήγησε: «Ο Δρομέας του Βαρώτσου έμεινε άγαλμα που τον έχουν για μακεδονομάχο χωρίς να έχει δώσει αφορμή, αφού δεν τον είδε κανείς σε κανένα συλλαλητήριο».
Προχώρησα με τα πόδια προς το Κάραβελ αφήνοντας πίσω από την πλάτη μου τον παλιό φίλο της Ομονοίας που τον κουβάλησαν άρον-άρον στην Βασιλίσσης Σοφίας. Στη βιτρίνα ψιλικατζίδικου του Παγκρατίου είδα τον Κούλη ξανά δίχως σκέψη. Ευτυχώς έχει τους φαεινούς εγκεφάλους συνεργάτες του, που τελευταία ελπίζουν να τους φέρει ψήφους ο ακίνητος γυάλινος δρομέας. Οι ουρανοί και οι χαρταετοί της πόλης διαφωνούν εδώ και μήνες, γι’ αυτό τον έχουν καταχέσει τα περιστέρια. «Αντί να του καταθέτουν στεφάνια ας τον καθάριζαν λίγο να μη βρωμάει η ακίνητη πατούσα του», είπε γνωστός άστεγος της περιοχής Χίλτον.


Τότε είδα σ’ ένα φυλακτήριο χαλιών αυτόν που είχε πει στον Κωστάκη Καραμανλή «Χαλί να γίνω να σε πατήσω». Στο πεζοδρόμιο ξεσκονιζόταν από τη ναφθαλίνη ο Θοδωρής Ρουσσόπουλος, άλλο ένα από τα παιδιά της ΚΝΕ που λένε στη Δεξιά το μέγα ναι. «Ο Κούλης πλήρωσε το ενοίκιο για τη φύλαξη», είπε στον αέρα ο Νιγηριανός υπάλληλος του χαλάδικου.
Λίγο παραπάνω, σε καφενείο της Καισαριανής έκλαιγε ο Σπυραντώνης Γεωργιάδης και φώναζε κάθε τόσο «Θα τους γδάρω», αφού σκούπιζε τα δάκρυα με το δεξί μανίκι του και φυσούσε τη μύτη του στο σακάκι του διπλανού. Είχε τρομοκρατηθεί όχι επειδή χρειάστηκε 20 χρόνια να τελειώσει το ιστορικό της Φιλοσοφικής Αθηνών, αλλά επειδή έμαθε ότι ακόμα κι αν παραγραφεί το αδίκημα που τον βαρύνει για τα χάπια μου, ακόμα κι αν δε μπορεί να ασκήσει δίωξη εναντίον του η εισαγγελέας Τουλουπάκη δεν αλλάζουν πολλά. Το αδίκημα έχει τελεστεί και μπορεί να το ερευνήσει η δημοσιογραφία και να προσφέρει θεαματικά αποτελέσματα στην ενημέρωση του λαού για να ξέρει τι να ψηφίζει και τι να μην.

Δίπλα στο καφενείο του κλαυθμώνος στο κομμωτήριο της Φώφης αγρίεψε η Άννα Μισέλ για τον αθώο Νίκο Γεωργιάδη. «Θα σε πάω υγρά περιόδου», απείλησε τον δεξιό ελληνικούρα Ραφαήλο Κρανιδιώτη, ο οποίος της απάντησε να το βουλώσει κι εκείνη απόρησε: «Ποιο

Η μνήμη μου αρνήθηκε να παρακολουθεί το βάδισμά μου προς τη στάση λεωφορείου «Τρεις γέφυρες δεινοσαύρους», επειδή η γέφυρα για μεταφορά στελεχών από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ ανατέθηκε στον Ραγκούση χωρίς διαγωνισμό. Τότε κάποιος με βαθέος μπλε χρώματος χιτώνα μου ζήτησε να υπογράψω κάτι. Ο ιστορικός Θουκιδίδης και ο πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών Ιπποκράτης καταγγέλλουν τη Ρένα Δούρου για τον λοιμό των Αθηνών που μεταξύ πολλών άλλων σκότωσε και τον χρυσό Περικλή το 429 π.Χ. Τι στο διάολο συμβαίνει, αναρωτήθηκα κι έβρισα την κοινωνία μου πριν μου έρθει από πάνω κατακέφαλα ένα συμπέρασμα: Οι πολύ ηλίθιοι μένουν στο απυροβόλητο, το καλόβολο ΚΚΕ στο απυροβόλητο και οι απλοί ηλίθιοι, όπως εγώ, μένουν ανήσυχοι στο Νέο Γκόσμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: