13/2/19

Cool is

Είδα τον φίλο μου τον Κούλη, τ’ αετοπούλι, μια Δευτέρα ξαφνικά να μιλάει Γερμανικά.

Με είδε με την κάμερα Ζήμενς στο χέρι και δεν δίστασε να μου μιλήσει. Την κάμερα την είχα για δώρο σε κάποιον που ξέχασα ποιος είναι ποιος γιορτάζει, αλλά ήμουν εγώ, έτσι την κράτησα για τον εαυτό μου, τυλιγμένη με φιόγκο. Μόλις την είχα αγοράσει από τον κοντινό Γερμανό, όνομα και καταγωγή που μόλις το άκουσε ο Κούλης πλάνταξε στο κλάμα εξηγώντας μου την κατάστα ο Κύριος: «Μια χοντρούλα Γερμανίδα κολλητέ, με το βλέμμα της το πλάνο το μπλαζέ με χαλβάδιαζε σαν άπλετο μπουφέ, μα μου γύρισε την πλάτη, οϊμέ».

Μετά αναλογίστηκα από πού ερχόταν και τι είχε πάθει ο Κούλης όταν ζήτησε από τη θέση του αντιπολιτευόμενου ψήφο εμπιστοσύνης, επίσημα από το βήμα ή καλύτερα από το πήδημα της Βουλής. Μετά από αρκετά «Γιατί γελάτε, κύριοι;», δέχτηκε επίπληξη για σεξισμό, αφού γελούσαν και κυρίες.

Πιο μετά μπήκε στην αίθουσα ολόσωμη και αύτανδρη η ασφάλεια της Βουλής που τον συνόδεψε στα ΑΤΜ του υπογείου ώστε να πληρώσει τα πρόστιμα. Αμέσως μετά ο Κούλης ξεχάστηκε και δεν γύρισε στην αίθουσα Ολομέλειας, αλλά την κοπάνησε.

Λένε ότι δεν άντεξε να τον τρώει άλλο η πολιτική χυλόπιτα με οικονομικές προεκτάσεις που έφαγε από την Ανγκελάριο.

Σύρθηκε στο αεροδρόμιο με το όνομα Τριανταφυλλίδης, όπως έκανε το 1963 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος.

Κάποιος γεροντότερος δίπλα του διάβαζε «Το Πθέμα» και σιγοτραγουδούσε άσμα του Σταμάτη Κόκορα το οποίο λάτρευε υπαρξιακά ο Ιωνάθαν (μου ’φυγε το) Καφάσης του σίριαλ «Η γειτονιά μας» που έγραψε ο πατέρας του Πρετεντέρη. Το άσμα: «Το θέμα είναι να τη βρω (δις) / κι από τα δύ (δις)  σκολα να βγω».

 Πριν παραλάβει το εισιτήριό του συνελήφθη να μουρμουράει κι αυτός τραγούδι, μάλιστα σε στίχους δικούς του και μουσική της καταστροφής: «Δεν ξέρω τι θα γίνω / Να πάω Βερολίνο; …όχι πήγα εκεί» ακούστηκε κάπως δυνατά να βγαλμένο από τα εσωθικά του. Οι επίδοξοι εν δυνάμει άλλοι επιβάτες αεροσκαφών και ελικοπτέρων τον κοίταξαν παραξενεμένοι ότι κάτι τους θύμιζε αλλά κι ενοχλημένοι από την κραυγή που τους τάραξε τον ύπνο του δικαίου. Μέσα του ο Κούλης αισθάνθηκε ένα όρθιο δάχτυλο να με το συμπάθιο να μπαίνει μπροστά στα χείλη του υπερεγώ του και να του κάνει «σσσσσστ».

Συνέχισε να μουρμουράει στην άχνα του, δηλαδή αχνιστά από την καυτή ανάσα του πονεμένου: «Δεν ξέρω τι να κάνω / Θα πάω στο Μιλάνο / Θα ψάξω να τη βρω / στον Ισημερινό / μέχρι τον Βόρειο Πόλο / Ίο σόνο σόλο». Αμέσως μετά, πριν προλάβει το δάκρυ που έσταξε να φτάσει στο φρεσκοσφουγγαρισμένο πάτωμα του αεροδρομίου που γυάλισαν απολυμένες καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών, τότε το εισιτήριο του έπεσε απ’ τα χέρια όχι δε γίνεται δεν είναι δυνατόν, αυτός που του ’ταζε τον ουρανό τ’ αστέρια στην ολομέλεια θα ψήφιζε «παρών».

Ευτυχώς αργότερα πήγε και τράκαρε τον Ψαριανό και τον επανέφερε, όχι όμως το παρών του. Κούλης είχε δει την απειλητική δήλωση στην τηλεόραση του απέναντι ψιλικατζή που ταξίδευε για Ζυρίχη να καταθέσει τις αφορολόγητες οικονομίες του, όπως κάνουν όλοι οι φτωχοί που προκάλεσαν την οικονομική κρίση και τώρα τρώνε επιδόματα και αυξήσεις κατώτατων μισθών.

Μετά ο Κούλης είδε παγωμένος στην οθόνη του μυαλού του ν’ ανεβαίνει στην ταράτσα του Ευαγγελισμού ο πρωθυπουργός Υγείας Σπυραντώνης Γεωργιάδης και να τον μνημονεύει σαν πεθαμένο πολιτικά. Αμέσως ψιθύρισε στην εξουσία που είχε καταπιεί μέσα του: «Με ρωτάς αν χαθείς τι θα κάνω / Θα πεθάνω (δις)».

Το είχε πια αποφασίσει. Παρασκευή βράδυ θα ήταν πίσω Αθήνα να παλέψει μόνος του και να καταφέρει να ξεφτιλιστεί ως ο χειρότερος πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας που από κόμμα εξουσίας την έφτασε να ιδρώνει να φτάσει το 20%, σα να ήταν στις εκπτώσεις καταστημάτων ένδυσης-υπόδησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: