Οι υπάκουοι όμως δεν έλεγαν ν’ ανοίξουν τα παντζούρια να τον ακούσουν. Ήθελαν κάτι πιο λαϊκό και εύκολο, με σασπένς, μάχες και προδοσίες. Έτσι, ξεκίνησε γι’ άλλη μια φορά την αφήγηση του κλασικού έργου «Γιάμλετ». (Ακριβή διευρυνιστική μετάφραση: «Για μελέτα»)
«Κάτι στραβό υπάρχει στο βασίλειο της Ευρωκρατίας, χαϊδευτικό της Μαρκοκρατίας, που κι αυτό είναι χαϊδευτικό της Δανειομαρκίας, εκεί που οι υπάκουοι κυβερνήτες δανείζονται για τις επαρχίες τους στη μνήμη του Μάρκου, όχι του Βαμβακάρη, ούτε του Βαφειάδη, ούτε του Σεφερλή που ζει, αλλά του Μάρκου της Δυτικής Γερμανίας.
Ο νεαρός ΔιάδοΧος πραγματικός διάδοχος με Χι κεφαλαίο –καλούμενος και Χούλης- ακόμα δεν μπορεί να κλείσει τις τηλεοράσεις του. Το τρίπτυχο από πανεπιστήμια των Δυτικών Ινδιών προβάλλει μπρος του και ζητά από τους ιθαγενείς να το προσκυνήσουν. Είναι το τοτέμ καλόγηρος όπου ο Χούλης μόλις κρέμας το σημερινό κοστούμι κυβερνήτου, αφού το δοκίμασε για δέκατη φορά αυτή την ημέρα. Τρέχει να ισιώσει το καδράκι με το ρητό: “ΕΣΡο Έτοιμος”, που δεσπόζει πάνω από την κεντρική τηλεοπτική του οθόνη πάνω από το σεμενεδάκι που διέπλεξαν οι πολιτικοί του συγγενείς, όταν κάτι κλιπιτικλόπ-κλιπιτικλόπ ακούγονται απ’ έξω και τον ανησυχούν. Κακώς.
Δεν είναι των εχθρών τα φεσάτα που περάσαν με τα φέσια που έχει φορέσει στην αγορά. Ούτε ο πραγματευτής με τα κάρα μπρελόκ στο καραβάνι αποπληρωμής χρεών. Είναι ο Μαμπλίκος ο Ίσιος που μαθημένος τους φέρνει και σήμερα καλά νέα για να μην το ρίξει στα αντικαταθλιπτικά.
“Ο λαός, αφέντη μου, σε θέλει. Βρήκα 100 σε μια γειτονιά Μοσχάτου σταφυλιού και οι 42 που βρίσκονταν σ ένα αρχοντικό γύρω από αγία τράπεζα Πειραιώς Λεωφόρου μου είπαν ότι σε αγαπούν και σε περιμένουν να πάρεις το στέμμα μπας και τους δώσεις κάνα φο-μπιζού διαμαντάκι να το βάλουν στο μπρελόκ τους”. Αυτό είπε ο Παμπλίκος ο Ίσιος κι έπεσε έξω από το παράθυρο. Τα νέα όμως ήταν καλά κι έμειναν μέσα.
Έτσι ο Χούλης Διαδοχούλης δεν προέταξε τα στήθη του στη Μπαναγιά για ν' αμυνθεί, αλλά πέρασε στην επίθεση, κάνει μεταβολή και αντικρίζει ξανά την πίσω πόρτα της Εξουσίας, μια πόρτα που μόλις πριν από λίγο καιρό έφαγε και του έκατσε βαριά. Αυτό όμως δεν τον πτοεί. Άλλο τον νοιάζει: να αναγκάσει τον βασιLeftα να αυτοκτονήσει προκηρύσσοντας επιλογές; Ο Χούλης είναι σίγουρος ότι θα τις κερδίσει, εκτός αν τις χάσει. Αν δεν τις κάνει όμως ο βασιLeftς; Αλλά και να τις κάνει και να ξεκουμπιστεί και να φύγει, το ΜΕΓΚΑ ερώτημα παραμένει αναπάντητο: "Να μπει κανείς ή να μη μπει κανείς;"
Και πού να μπει; Στην Εξουσία ή στην αίθουσα του θρόνου; Ούτε αυτό μπορεί ν’ αποφασίσει ο Διάδοχος, γιατί η Εξουσία δεν συχνάζει στην αίθουσα του θρόνου, στο υπέρτατο κάστρο το Μάξιμουμ.
Ο Χούλης ανοίγει βιαστικά το τηλεοπτικό παράθυρο της αίθουσας αναμονής για να πετάξει έξω το περιτύλιγμα του σάντουιτς που μόλις καταβρόχθισε από δυο φέτες ΣτΕ και στη μέση ΕΣΡ που του διάβασε ο Παππάς. Τότε είδε απέναντι να πέφτει από τα σύννεφα γι' άλλη μια φορά η πάντα ξαφνιασμένη ένεκα του μονίμως αδιάβαστη πριγκίπισσα αδελφή του παραμένει αιχμάλωτη του Αυτοκράτορα Ζήλια και κάθε τόσο δηλώνει Διαδοχομήτωρ.
Ξαφνικά από το ανοιχτό τηλεοπτικό παράθυρο μπαίνει ρεύμα που πριν τον πλευριτώσει του ρίχνει ένα γάντι στο πάτωμα. Ο Χούλης έκανε το λάθος και το σήκωσε. Γέλια ακούστηκαν από την αυλή: "Μπου-χα-χα, τημπά τις ες. Τώρα θα πρέπει να με αντιμετωπίσεις σε μονομαχία μέχρι τηλεοπτικού θανάτου", ακούστηκε από το σιντριβάνι που δε χώραγε πια άλλο νερό από τα κέρματα που πέταξε μέσα ο Χούλης και τις ευχές που έκανε να πάρει το στέμμα, αλλά το τζίνι ήταν ελαφρώς κουφό και του έφερνε ένα στρέμμα πάτωμα να καθαρίσει η δούκισσα σύζυγος του Χούλη με τη μαγική σκούπα που όταν ρουφάει σκόνη και χρήμα άδει γερμανικούς ύμνους με τη φωνή του Λευτέρη Πανταζήμενς.
Ο πρώην υπασπιστής του επίτιμου πατρός του που κι αυτός πάντα ζείμενς, ο υποκόμης Αντώνιος Κλαιωπάπιας, προθυμοποιήθηκε να πάρει τη θέση του στη θρυλική μονομαχία και να θυσιαστεί αυτός. Εκτός αν καταθέσει το σπαθί του, οπότε πρέπει να παραιτηθεί ο διάδοχος τον οποίο εκπροσωπεί. “Some are us”, φώναξε γι' άλλη μια φορά -από κει του 'μεινε και το προσωνύμιο- “Κάποιοι είναι εμείς, δεν χρειάζεται λοιπόν να τρέχουμε, όλα θα γίνουν μόνα τους”. γίνει η μονομαχία Ο ΔιαδοΧούλης δεν κατάλαβε κάτι κακό και ξαναβυθίστηκε στις μικρές του οθόνες.
Στην πλατεία αυλή του Συντάγματος Μπένι όμως, η μονομαχία είχε ήδη αρχίσει με έπαθλο ένα βλακόμετρο, σίγουρα χρήσιμο στον νικητή, όχι για εμπόριο φυσικά, αλλά για προσωπική χρήση. Οι μονομάχοι τρεις κι ο Χατζηπετρής διαιτητής ξεκινά τον αγώνα με σφύριγμα πέναλτι υπέρ του Ολυμπιακού, από συνήθεια. Τα τρία βλέμματα καρφώνονται μεταξύ τους σαν βρετανική σημαία. Ο Κάλος Αδ-'Όνειδος, ο Κακός Καιρός και ο Άσχετος Τσεκουράτος όχι από την Κεφαλλονιά έτοιμοι να σκοτωθούν μεταξύ τους και νικητής να βγει το ποδόσφαιρο, όπως κι έγινε, αφού ο Ολυμπιάρχης έγινε και καναλάρχης, χωρίς κανάλι, αλλά δεν τον νοιάζει, έτσι κι αλλιώς δεν είχε ούτε Ολυμπιακό πνεύμα αντιλογίας.
Τότε ο τσανακογλείφτης Κουμμουνιτσάκος, με το καόηχο όνομα που το μετέτρεψε στο πιο ήπιο “Κουμουτσακωμός”, ανέβηκε στον μιναρέ και ως γνήσιος μοεζίμενς κάλεσε γι' άλλη μια φορά τον κόσμο να φοβάται, ότι θα χάσει τη γλώσσα του, την πίστη του, τους παπάδες και τους τοκογλύφους του αν παραμείνει το στέμμα στο κεφάλι του βασιLeftως, η εξουσία στις τράπεζες και ο θρόνος στο επιπλάδικο για μνημονιακή επιδιόρθωση καλυμμάτων εξανθημάτων λέπρας.
Ο Χούλης δεν ήξερε ποιο κανάλι να επιλέξει για τη μικρή του γόνδΟΛΑ πρώτη φορά. Το ένα Σκάει γάιδαρο, το άλλο τα λέει STARάτα για στήθος ή μπούτι από τις κότες που φιλοξενεί. Τότε πήγε να μπει στο παιχνίδι και η μορφή του μάτι Κ-Άλφα, αλλά ο Χούλης δεν του επέτρεψε: «Στους δύο τέταρτος δε χωρά», του είπε ζμπρώχνοντάς τον στην αγκαλιά της Μενεγάκη, σίγουρος ότι τα πηγαίνει καλά στα μαθηματικά, όσο και η ωραία Ελένη στα ελληνικά. Τα μαθηματικά όμως δεν τα πηγαίνουν καλά μαζί του κι επιμένουν να διαφωνούν: "Ποιος είναι ο τέταρτος;" του χώνουν στο μυαλό του και ο Χούλης απάντησε με ετοιμότητα και με νόημα: "Ο νικητής εγώ και όχι", ακούστηκε σαν γρίφος και όλοι κατάλαβαν τι εννοούσε, πλην φυσικά του ιδίου, που όμως δεν τον νοιάζει τι λέει, αλλά τι ακούνε οι άλλοι. Και οι άλλοι άκουσαν μόνο το ΟΧΙ συνηθισμένοι σ' αυτό ξέρουν, αυτό αγοράζουν.
Όλα τ' άλλα κυλούν φυσιολογικά στον ανήφορο του ποταμού.
Στην Κεντροχώρα κυριαρχεί ατέρμονη αγωνία. Ο ένας τρώει τα νύχια του άλλου. Κάποιοι και των ποδιών. "Ποιος θα βγει νικητής να πάμε από τώρα μαζί του;" Αναρωτιούνται όλοι αυτοί από μέσα τους, αλλά ο ένας ακούει τον άλλο. Οι Βαρόνοι ΜΜΕ σθένος κάνουν την πάπια: "Α, πα, πα, πα, πα, πα, πα! Δεν ανακατευόμαστε. Τον Χούλη θέλουμε."
Από κάπου μακριά ακούγεται ένα μοχθηρό, καταχθόνιο γέλιο. Είναι του κατακτητή Κωστάκουλα των Ραφηνείων, που χαίρεται με τις εξελίξεις. Πίσω απ’ το γέλιο ακολουθεί υπόκωφα το κουδούνισμα χρυσών νομισμάτων. Η Φορομαζώχτρα γι’ άλλη μια φορά δεν μοιράζει κέρδη αλά ελληνικά ισχυριζόμενη Τζακ-Ποτ στο Τσακ α Lotto.
Στο μυαλό του Χούλη σκόνη σηκώνει νέα μελλοντική μονομαχία. Τα σπαθιά ακονίζονται ξεκουρδισμένα και ξεκαρδισμένα στα γέλια με το Βου και με το Α Βρωμόπουλο που από άρχοντας των αποδημητικών στην Ευρώπη ετοιμάζεται να κάτσει στη χεσμένη φωλιά του Χούλη.
Τον Χούλη αρχίζει να τον πονά κι ο κάλος τού Αδ-Όνειδος που κατά λάθος είχε πατήσει το ένα πόδι του με το άλλο ή αντιστρόφως. Κανείς δεν ξέρει και δε θα μάθει ποτέ αν δεν αγοράσει την κουμούτσα με τα 21 ιστορικά βιβλία που λιγουρεύεται σαν γνήσιο τριαντάευρο.
Ο αρματολός Κουτσούμπάι-μπάι Λένιν θέλει να μας έρθει ο υπαρκτός σοσιαλισμός κατακέφαλα άμεσα, τώρα για δύο λόγους: πρώτον υπάρχει και δεύτερον ο Μαρξ και ο Ένγκελς έβγαλαν το Κομμουνιστικό Μάνι-μάνι-πέστο»
Η συνέχεια επί της μικρής οθόνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου