Από 27/8/2008 (πέντε κυβερνήσεις πίσω)
Κάτι συνέβαινε εκείνη τη μέρα.
Είχα ρεπό και βαριόμουνα από το πρωί.
Βούλιαζα καναπέδες
Χασμουριόμουνα κι έκανα ανατραβούρες συνέχεια.
Αλλά το ένστικτο μέσα μου φώναζε να είμαι
Βούλιαζα καναπέδες
Χασμουριόμουνα κι έκανα ανατραβούρες συνέχεια.
Αλλά το ένστικτο μέσα μου φώναζε να είμαι
Είχα πάθει μια χοντρή πλάκα.
Όταν έβλεπα χρυσόψαρο η μούρη μου
παραμορφωνόταν. Πήρα τηλέφωνο το γιατρό
και μου είπε ν’ αλλάξω θέση.
πάντα σταθερός στην υπόθεση.
Το ξανασκέφτηκα όμως, όταν μου είπε ο γιατρός
Τ’ αφτιά μου χόρευαν τσάρλεστον.
Δε χώραγε καμία αμφιβολία.
Άκουγα ένα παράξενο βουητό.
Για ευνόητους λόγους δεν πήρα τηλέφωνο
το γιατρό. Είχαμε και πανσέληνο.
στο Αγνώστου Ταυτότητος Ιπτάμενο Αντικείμενο.
όσο σκληρά κι αν το ανέκρινα μετά
Πετάχτηκα όρθιος ακούγοντας το τηλέφωνο
που χλιμίντριζε σαν κατσίκα. Ή γάιδαρος,
ότι έξω απ’ το σπίτι μου κείτεται ένα πτώμα.
Δεν τσίμπησα, αλλά καλού-κακού βγήκα αμέσως έξω
αι συμβουλεύτηκε το νέο βιβλίο με ανέκδοτα για ξανθιές
με διαβεβαίωσε ως άνθρωπος και ως επιστήμων
ότι αυτό που είχα βρει δεν ήταν ούτε πτώμα, ούτε ζωντανή.
Επρόκειτο για τη φουσκωτή κούκλα
που μου είχε αφήσει κληρονομιά
ο πλακατζής ο μακαρίτης θείος μου.
Η νοσοκόμα του γιατρού πέταξε ένα
υποτιμητικό νιαούρισμα και μου γύρισε την πλάτη
χαμογελώντας τσαντισμένη.
Με χαιρέτησε με το χειρότερο τρόπο.
Το θέμα δεν ήταν ποιος, αυτό για το αστυνομικό μου
να βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση.
Σα να καθόμουνα από ώρα πάνω στο καυλιτσέκι.
Τον θυμήθηκα. Ήταν ο συνάδελφός μου ο Γιαμάχας
που ήξερε Ζίου-Ζίτσου και γέλαγε.
«Δε μας χέζεις ρε Χόντα», του είπα επίτηδες
γιατί θυμήθηκα επίσης τι ξεχωριστό
είχε εκείνη η μέρα. Το κατάλαβα αστραπιαία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου