2/2/10

ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΑΝΤΡΑΝ ΜΟΥ ΟΥΡΕΙΣ; ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΟΥΡΗΣ

2α Φεβρουαρίου του 1853 γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου ο σατιρικός ποιητής κι εκδότης του Ρωμιού Γεώργιος Σουρής. Πέθανε 66 χρόνια αργότερα.

Όπως έγραψε ο ίδιος ήταν «Μπόι δυὸ πῆχες, / κόψη κακή, / γένια μὲ τρίχες / ἐδῶ κι ἐκεῖ».

Έγραψε ποίημα και για τη γυναίκα του: «Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ γέλια, / μὰ καὶ θυμωμένη / κι ἂν ποτὲ γυρίζω νὰ ἰδῶ καμμιά, / πάντα ὅμως κτῆμα ἰδικό σου μένει ἡ καρδιά μου ὅλη καὶ ...ἡ ἀσχημιά».

Για το Ρωμιό: «Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος, / τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ, / καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος, / κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω, τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνοτοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς! τί φύσις! ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές, κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις, καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω, ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ... Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω, κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει. Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ, τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει, καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ».

Ο Γεώργιος Σουρής δεν κατάφερε να τελειώσει τη Φιλοσοφική λόγω οικονομικών προβλημάτων, το έριξε κι αυτός στη δημοσιογραφία. Ποιους θαύμαζε; «Ἀνώνυμ᾿ ἥρωες, ἄγνωστοι τάφοι, / κανένας ὄνομα σ᾿ αὐτοὺς δὲ γράφει, / μήτε τὸ χῶμα τοὺς φιλοῦνε χείλη, / σταυρὸ δὲν ἔχουνε μήτε καντῆλι».

Δεν ήθελε να πάει στον παράδεισο. «Μ᾿ ἀρέσει ὁ Παράδεισος, ἀλήθεια, / χωρὶς δουλειὰ σκοτώνω τὸ καιρὸ / βλέπω ἁγίους γύρω μου σωρό, / διαβάζω συναξάρια, παραμύθια, / κι ἀκούω καὶ τραγούδια θεϊκά, / μά, ἔλα ποὺ δὲν ἔχετε συνήθεια, νὰ λέτε κι ἕνα δυὸ πολιτικά!»

Τώρα ολόκληρο το ποίημά του για την τεμπελιά, κάτι που χαρακητηρίζει τον νεοέλληνα, αν και δουλεύει περισσότερους απ’ όλους τους άλλους της αγίας Ευρωζώνης και είναι και πιο παραγωγικός:

«Δὲν ἔχω κέφι γιὰ δουλειά, / πάλι μὲ δέρνει τεμπελιὰ / καὶ κάθομαι στὸ στρῶμα... / Βρίσκω τὸ σῶμα μου βαρὺ / καὶ ὀλ᾿ ἡ γῆ δὲ μὲ χωρεῖ / κι ὁ οὐρανὸς ἀκόμα. / Κακὰ νομίζω τὰ καλὰ / καὶ βλέπω μία στὰ χαμηλὰ/ καὶ μία κοιτῶ ἐπάνω... / Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο τὸν χαζὸ / ἂς ἠμποροῦσα νὰ μὴ ζῶ / μὰ ...δίχως νὰ πεθάνω.

Όπου βρείτε Σουρή διαβάστε τον. Κάνει καλό. Και στα νεύρα. Γεννήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, όποτε όμως και να διαβάσεις ποίημά του νομίζεις ότι το έγραψε λίγο πριν το δεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου