Στα καφενεία της Αθήνας και στις στάσεις λεωφορείων, τα κομμωτήρια και τις αίθουσες αναμονής πορνείων και οδοντιατρείων, μια κατήφεια χορεύει νωχελικά πάνω στην πεσμένη μαγκιά Ελλήνων και Ελληνίδων ημών. Οι περισσότεροι είναι πια θύματα ληστείας. Παλιά όμως μετά τη ληστεία αισθάνονταν περήφανοι, γιατί σύμφωνα με το δόγμα Άκη Πάνου, κλέβουν από αυτόν που έχει. Το ξέρεις ποιος είμαι εγώ όμως είχε μετατραπεί σε ξέρεις τι κλέψανε από μένα; Τώρα όμως; αν ομολογούσες τι σου έκλεψαν έβγαινες ξεφτίλας.
Ο Νόντας ντρεπόταν να πει ότι τον απείλησαν με μυδράλιο για να του κλέψουν έναν αναπτήρα μπικ που αφελώς έπαιζε στα χέρια του και μισό ευρώ που κουβαλούσε πάντα στην τσέπη του για ώρα ανάγκης. Του Θανάση του κλέψανε ένα σφράγισμα στο δεξί προγόμφιο μαζί με μία οδοντογλυφίδα που είχε σκαλώσει από την προηγούμενη μέρα εκεί, ενώ του Ανανία του πήρανε ολόκληρο έναν άνω-κάτω φρονιμίτη γιατί δε μπορούσαν οι ληστές να του βγάλουν την πορσελάνινη θήκη που είναι πια πολύτιμη στις μέρες μας. Τι να πει και ο κυρ-Νίκος που εκείνου του έκλεψαν ολόκληρη γέφυρα ζεύξης τραπεζίτη-αντιτραπεζίτη!
Ο Νόντας ντρεπόταν να πει ότι τον απείλησαν με μυδράλιο για να του κλέψουν έναν αναπτήρα μπικ που αφελώς έπαιζε στα χέρια του και μισό ευρώ που κουβαλούσε πάντα στην τσέπη του για ώρα ανάγκης. Του Θανάση του κλέψανε ένα σφράγισμα στο δεξί προγόμφιο μαζί με μία οδοντογλυφίδα που είχε σκαλώσει από την προηγούμενη μέρα εκεί, ενώ του Ανανία του πήρανε ολόκληρο έναν άνω-κάτω φρονιμίτη γιατί δε μπορούσαν οι ληστές να του βγάλουν την πορσελάνινη θήκη που είναι πια πολύτιμη στις μέρες μας. Τι να πει και ο κυρ-Νίκος που εκείνου του έκλεψαν ολόκληρη γέφυρα ζεύξης τραπεζίτη-αντιτραπεζίτη!
Ο μόνος που τόλμησε ν’ ανοίξει δειλά το στόμα του μέσα στο οδοντιατρείο ήταν ο κυρ-Γιάννης ο συνταξιούχος φούρναρης. Μιλούσε ψευδά γιατί όπως ισχυριζόταν του έκλεψαν τη μασέλα. Έλεγε ψέματα όμως. Το αποκάλυψε η κυρά Τούλα που καθόταν δίπλα του και δουλεύει στο ενεχυροδανειστήριο της γειτονιάς. Ο κυρ-Γιάννης ο φούρναρης με την ουρά στα σκέλια το παραδέχτηκε και αντεπετέθη. Ε, ναι, λοιπόν, την άφησα αμανάτι, ενέχυρο τη μασέλα μου έναντι πέντε ευρώ, γιατί από το πρωί σήμερα κάτι μέσα μου έλεγε ότι θα βρω γκόμενα κι έπρεπε να έχω να ξοδέψω. Στα σκέλια είχε και μία εφημερίδα της ίδιας ημέρας και την έσφιγγε γιατί πολλοί γύρω του την έβλεπαν και ξερογλείφονταν να του την αρπάξουν, γιατί ήταν η μόνη που δε μύριζε ρέγκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου