26/11/07

ΚΑΦΕ ΑΧ

Τα λόγια μετά από λίγο άρχισαν να περιφέρονται άναρθρα ανάμεσα στα χνώτα του ούζου, τα φάλτσα χαντρίσματα των ζαριών και τα άτεχνα χτυπήματα των κινητών στα οποία κανείς δεν απαντούσε, γιατί ήξεραν καλά ποιος τους καλεί. Μια αθόρυβη αγωνία κατέβαινε σαν αόρατο πέπλο από το ρολόι που κάθε τόσο κοίταζαν όλοι, ο ένας κρυφά απ’ τους άλλους. Το πέπλο τούς είχε σκεπάσει για καλά και τους θαμώνες του καφενείου και τις προφάσεις. Ο ένας μετά τον άλλον, αθόρυβα και χωρίς να αισθάνονται ανάγκη να δικαιολογηθούν έπαιρνε το καπελάκι του, δηλαδή την κούραση στα μάτια και πέρναγε την πόρτα προς το πεζοδρόμιο κι από κει και πέρα κανείς δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει πού πηγαίνει ο φίλος δεκαετιών. Γιατί φίλοι είναι μόνο μέσα στο καφενείο. Δεν συναντιούνται πουθενά αλλού, ίσως σε κάποια τηλεοπτική οθόνη, αλλά αυτό δεν έχει σημασία. Είναι όπως όταν υπηρετούσαν φαντάροι και έγραφαν στις γκόμενές την τάδε μέρα και ώρα να κοιτάξουν το φεγγάρι για να συναντηθούν οι ματιές τους. Ποτέ δεν συναντήθηκαν κι όχι λόγω συννεφιάς.

Όλοι μας κι απόψε θα επιστρέφαμε νωρίς σπίτια μας. Όχι επειδή οι γυναίκες ή τα παιδιά μας μάς είχαν τρελάνει στα τηλεφωνήματα, αλλά για να προλάβουμε τον Τριανταφυλλόπουλο, ώστε να έχουμε κάτι να πούμε και την επόμενη μέρα, το ίδιο και τη μεθεπόμενη, μέχρι να λείψουμε για πάντα, ήσυχοι ότι δε θα μας γυρέψει κανείς και δεν θα λείψουμε κανενός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου