«Γιατί περισσεύει τόσος μήνας στο τέλος των χρημάτων;» φιλοσόφησε χαμογελώντας απ’ έξω και κλαίγοντας από μέσα του ο Φώντας, που δουλεύει στην οδοποιία του Δήμου, όποτε τον φωνάξουν. Σημασία του έδωσε μόνο ο συνάδελφός του ο Νίκος ο Τσάμπας, το ίδιο χαμένος κι αυτός.
«Δε με παρατάς κι εσύ, ρε Φώντα; Όλο παράπονα είσαι.»
«Καλά, πες τα καλά τότε.»
Ήταν να μην του το πει ο Φώντας. Ο Νίκος ο Τσάμπας στο στόμα έχει πάντα έτοιμα λόγια να δραπετεύσουν άτσαλα κάνοντας τους άλλους να γελάνε και τον ίδιο ν’ ανακουφίζεται.
«Εντάξει, μωρέ, μπορεί φέτος να γλυτώνουν 6 δισ. από τη μείωση άμεσων φόρων, μπορεί εμείς οι φτωχοί να το πληρώσουμε και με το παραπάνω φέτος αυτά τα 6 δισεκατομμύρια με έμμεσους και ύπουλους φόρους, αλλά έπεσε ένα ευρώ η τιμή των τσιγάρων μου.»
«Τι λες, ρε, Τσάμπα;» ακούστηκε από κάπου ή από το πουθενά, ίσως και από το τάβλι.
«Η αύξηση του μισθού μου αντιστοιχεί σε ένα ευρώ τη μέρα.» αναλύει ο Νίκος. «Ε, το βγάζω από τα τσιγάρα.»
«Πλάκα μας κάνεις;» Βγήκε από τη σοβαρότητα του Γιατρού ο οποίος μόλις έμπαινε, όπως πάντα με το δεξί, στο καφενείο.
«Μπορώ να κάνω τίποτ’ άλλο, γιατρέ μου;»
«Υπομονή, Τσάμπα, μην καταντήσεις αισιόδοξος σαν τον Βρασίδα», έδωσε τη γνωμάτευσή του ο Γιατρός έτοιμος να παίξει τάβλι μόνος του ή να πιει τη σόδα του, ποτέ δεν αποφάσιζε έγκαιρα, πριν, δηλαδή, φύγει.
Ο Βρασίδας όμως, που τον λένε Βασίλη, αλλά βράζει από μέσα του και κονόμησε το παρατσούγκλι, πήρε πρόθυμα τη σκυτάλη του λόγου:
«Και τι έγινε, ρε μεγάλε, που κάηκε ο τόπος μας το καλοκαίρι; Αφού θα μας αποζημιώσουν με έκτακτο επίδομα. Και τι έγινε που Νοέμβριο πνιγήκαμε από τις βροχές; Αφού θα μας αποκαταστήσουν. Και τι έγινε που μείναμε χωρίς δουλειά; Αφού θα έχουμε ανάπτυξη και μέχρι τότε θα πάρουμε επίδομα ανεργίας. Τι είπες, γιατρέ; Δεν άκουσα.»
«ΗΛΙΘΙΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ!»
«Έχεις έναν απότομο τρόπο ν’ αντιμετωπίζεις τα όνειρα, ντόκτορ», του έστειλε από το βάθος ο λεπτεπίλεπτος πρώην ψιλικατζής και ποδηλατάς της πλατείας, που δεν έμαθε ποτέ του ισορροπία. Και συνέχισε να μιλάει στον εαυτό του:
«Κι έλεγα ο ηλίθιος να φύγω από την απάνθρωπη Αθήνα και να πάω να ζήσω στην Επαρχία να ηρεμήσω».
«Πολύ ωραία, δικέ μου», του απάντησε ο εαυτός του. «Ν’ ανοίξεις μαγαζί σε μια επαρχιακή πόλη και να σου ’ρχονται οι «προστάτες» με τα καλάσνικοφ. Και μετά θα ψάχνεις κι εσύ να φτιάξεις ένοπλη άμυνα. Ναι, συμφωνώ, να πας στο βουνό να περπατήσεις για να ηρεμήσει το πνεύμα σου. Θα ηρεμήσει για πάντα όμως, αν κάνεις το λάθος και μπεις σε σπηλιά που θα βρεις μπροστά σου σε καμιά αετοφωλιά. Όταν διαπιστώσεις ότι η σπηλιά στην άκρη της Γης είναι γεμάτη με όπλα, ναρκωτικά και κλεμμένα ΑΤΜ, τότε θα είναι πλέον αργά.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου