17η Σεπτεμβρίου
Στροφή από Πατησίων στην Αλεξάνδρας και ο Θανάσης στο παπάκι του κυνηγάει την ώρα με πέντε πίτσες να τον ακολουθούν από τη μπαγαζιέρα.
Στην Αλεξάνδρας ο Κώστας χάζευε ένα βουλευτή κολλημένο σε ταμπλό. Δεν έδωσε σημασία, νόμιζε ήταν από τις προηγούμενες εκλογές. Και ο βουλευτής το ίδιο πίστευε, έτσι δεν τσακώθηκαν γι' άλλη μια φορά αδίκως.
Βασιλίσσης Σοφίας η Μαριάννα προχωρά προς την αμερικάνικη πρεσβεία. Δε θα ρίξει πάλι κόκκινο αβγό, μάλλον θέλει να πάρει βίζα. θα της δώσουν, γιατί τα κονόμησε και δεν τη φοβούνται πια, όπως εκείνη νόμιζε.
Στην δεξιά όχθη της Βασιλέως Κωνσταντίνου η Αρτεμισία δεν καταλαβαίνει γιατί ανοίγουν και φέτος τα νυχτερινά καταστήματα, αφού κανείς δε δείχνει πρόθυμος να πανηγυρίσει για κάτι που αργότερα θα μετανιώσει.
Ο Γιώργης κλωτσάει μια πέτρα προς την πύλη του Αδριανού, αλλά πάλι δεν την πέτυχε. Προτιμά να μην πετυχαίνει τίποτα για να έχει να γκρινιάζει μετά και να ξαλαφρώνει.
Η Ελενίτσα κοιτάζει στο ηλιακό ρολόι, καταλαβαίνει ότι άργησε δέκα χρόνια και πετά την τρίτη βέρα της κάπου μέσα στον Εθνικό Κήπο. Την άρπαξε ένας φοίνικας και την κρατά στα κλαδιά του, περιμένοντας να καεί κι αυτός τον επόμενο Ιούλιο.
Στην Πανεπιστημίου ο Ανακρέων πετά το κινητό του τηλέφωνο σε καλάθι αχρήστων μαζί με τη φωνή της γυναίκας του. Δε θα της μιλήσει ποτέ ξανά.
Στη Σόλωνος η Ιωάννα βάφεται πρόχειρα με καθρέφτη μια βιτρίνα καταστήματος μουσικών οργάνων. Είναι ντυμένη σαν πουτάνα και ξεκινά να συναντήσει έξω από το Φυσικείο τον τελευταίο της έρωτα που θα χαθεί μετά από μια βδομάδα.
Η Στέλλα κλείνει το παράθυρο του γραφείου της στη Διδότου, σηκώνει τα μανίκια της και βγάζει από την τσάντα της ένα ξυραφάκι.
Ο Μάνος από τη Ζωοδόχου Πηγής πετά ένα άδειασμένο μπουκάλι ουίσκι στην Ακαδημίας. Σε λίγο θα ξαπλώσει στη μέση του δρόμου.
Πάντα πρέπει να έρθουν εκλογές για να ξαναδώ μπροστά μου τους φίλους που έχασα στο τελευταίο μου όνειρο. Ούτε αυτοί θα μπορέσουν να μου μιλήσουν, γιατί έτσι θα με ξυπνήσουν και θα χαθούν.
Δε θα ξαναπάω σπίτι μου. Εκεί με παίρνει ένας ύπνος χωρίς λόγο.
Σε λίγο θα τελειώσει η βενζίνη και θα χυθώ κι εγώ στην κατηφόρα που, δε μπορεί, κάπου θα σταματήσει κι αυτή.
Εσύ δε θα σταματήσεις ποτέ να χωρίζεις από μένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου