29/7/20

Το δεύτερο δυστοπικό διήγημα

 Τι να την κάνεις τη ζωή αν είναι να πεθάνεις

Θανατική σύνταξη

     Ανάθεμα την ώρα που βγήκα στη σύνταξη. Κατάρα στη στιγμή που έγινε πραγματικότητα το τελικό όνειρό μου. Γιατί δεν έμενα στα προηγούμενα, ανέφικτα όνειρα; Αυτά ήταν αθώα.

     Όταν ήμουν παιδί δεν πέρναγε απ’ το μυαλό μου ότι θα γεράσω ποτέ. Στα χρόνια της εφηβείας μου, όταν πια μου σηκωνόταν και ανακοίνωσε ότι μπορώ να διαιωνίσω τα γονίδιά μου και το σόι μου, άρχισα να σκέφτομαι ότι αυτό σημαίνει ότι εγώ κάποτε θα πεθάνω. Τότε έβαλα με το ζόρι όνειρο στο μυαλό μου ότι δε θα γεράσω ποτέ. Κατά καιρούς με γοήτευαν λογικές ιδέες, όπως το να πεθάνω μαχόμενος για κάτι ή να πέσω θύμα δολοφονίας οργάνου της πλουτοκρατίας, κάτι που θα σήμαινε ότι ήμουν σπουδαίος, εκτός βέβαια αν είχα πέσει θύμα πλάνης ας πούμε δικαστικής, από το παγκόσμιο ιερατείο της συνωμοσίας κατά των άλλων κι εμού φυσικά. Πού να φανταστώ ότι με προόριζαν για παράπλευρη απώλεια, με θάνατο που δεν είχε καμία επίδραση στο κοινωνικό περιβάλλον, δεν θα προκαλούσε ούτε την περιέργεια του γέρου που διαβάζει στις εφημερίδες ακόμα και τις αναγγελίες γάμων. Αλλά καλά να πάθω.
     Και μου το έλεγε το ένδοξο αγωνιστικό παρελθόν μου: μην εμπιστεύεσαι τον ιδιωτικό τομέα. Δίνει για να πάρει το δεκαπλάσιο και λίγα λέω.
     Πράγματι, ο ιδιωτικός τομέας είναι καλός χαρτοπαίκτης. Στην αρχή κάνει πως χάνει και μοιράζει λεφτά στους άλλους για να τους γλυκάνει και να τους φυτέψει την ψευδή άνεση ότι μπορούν να χάνουν. Και μόλις αρχίσουν να χάνουν θα ποντάρουν όλο και πιο απερίσκεπτα σίγουροι ότι θα νικήσουν, γιατί δεν θα έχουν κάτι καλύτερο να σκεφτούν, όπως να σηκωθούν και να φύγουν πριν τους πάρει ο επαγγελματίας χαρτοπαίκτης και τα σώβρακα. Και δεν υπάρχει πιο επαγγελματίας κλέφτης από τον ιδιώτη που με σκοπό το κέρδος παίρνει χαριστικά δουλειά του δημοσίου, το οποίο του παρέχει και τους πελάτες του, τους τρέχοντες και τους επόμενους που θα τρέχουν και δε θα φτάνουν. Αν ευαό είναι επιχειρηματικότητα, τότε δεν ξέρω τι σημαίνει νόμιμη κλοπή με κρατικές εγγυήσεις.
Πάντα είχα την απορία τι σημαίνει η κατάληξη του λαϊκού ρητού, «Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του μοίρα». Με ικανοποιούσε η παραφθορά, «Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και τα κονόμησε». Για να ξέρω πού πήγαν τα λεφτά που δεν ήρθαν ποτέ στην τσέπη μου. Με απασχολούσε και το άλλο: ναι, ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται. Κανείς δεν εξήγησε τι κάνουν τον δεύτερο χρόνο. Γιατί να μην πανηγυρίζουν, ειδικά όταν πρόκειται για ψεύτη και κλέφτη σε μία συσκευασία. Όταν πήρα την πρώτη μου σύνταξη κατάλαβα ότι μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και σου τη φύτεψε. Τη σφαίρα.
Έτσι χάθηκε ο..., ονόματα καλό είναι να μη λέμε. Πέσαμε απ’ τα σύννεφα. Ήταν ήσυχος άνθρωπος, δούλεψε μεροδούλι-μεροφάι, ποτέ δεν σήκωσε κεφάλι ή φωνή, τα πήγαινε καλά με την οικογένειά του και με τους γείτονες, αλλά αντί να γίνει στυγνός δολοφόνος, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, έγινε θύμα. Έπεσε από σφαίρα επαγγελματία εκτελεστή. Και αυτό αμέσως μόλις βγήκε στη σύνταξη. Δεν ήταν ο πρώτος και δυστυχώς για μένα ούτε ο τελευταίος.
     Οι εφημερίδες, τα τηλεοπτικά κανάλια, τα ραδιόφωνα ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Κανείς δεν διέκρινε είδηση συνεχείς δολοφονίες φρέσκων συνταξιούχων. Τους παλιούς τους καθάριζε με τον τρόπο του το ιατρικό σύστημα.
     Εγώ από υγεία τα πήγαινα πάντα καλά κι αυτό, όπως φαίνεται, ήταν το πιο καταδικαστικό πειστήριο εναντίον μου. «Όταν δεν είμαστε σίγουροι ότι θα πάει από χέσιμο, θα πάει από πέσιμο. Θα του την πέσουμε». Αυτό είδα στον ύπνο μου, δε θυμάμαι πότε, δε θυμάμαι καν αν κοιμόμουν όταν είδα αυτή την αγριοφωνάρα να περνάει από τα μάτια μου με βήμα βαρύ στρατιωτικό και μπότα γυαλισμένη, καθρέφτης για ξύρισμα. Αυτό που με ανησύχησε περισσότερο όταν κατάφεραν να βγω στη σύνταξη ήταν οι καλές για τους κυβερνώντες ειδήσεις για νούμερα που ευημερούν. Κι όταν ευημερούν τα νούμερα, αυτά που συχνάζουν στις κοσμικές στήλες και τα νούμερα των υπουργείων κάτι δεν πηγαίνει καλά για τους απλούς ανθρώπους, άρα κάτι δεν θα πάει καλά μ’ εμένα.
     «Επιτέλους είμαστε σίγουροι ότι οι νέοι και οι νέες μας δεν εργάζονται εντελώς τσάμπα. Δεν παίρνουν μισθούς της προκοπής, αλλά θα πάρουν κάποτε σύνταξη». Έτσι κραύγαζε κάθε που έβγαινε στις κάμερες ο τότε υπουργός Εργασίας κι Ενσήμων, ονόματα δε λέμε. Μειώθηκε το συνταξιοδοτικό κόστος, είπαν οι σοφοί του οικονομικού θινκ τανκ των τηλεοπτικών καναλιών, κανείς όμως δεν συμπλήρωσε ότι μειώθηκαν και οι συνταξιούχοι. Το ανέφεραν έμμεσα όμως, ότι η ψαλίδα ανάμεσα στους συνταξιούχους και τους εργαζόμενους άρχισε να κλείνει. Κλείνει η ψαλίδα και κόβει λαρύγγια. Κι ένα από επόμενα κομμένα θα είναι το δικό μου.
     Νόμιζα ότι ο συνταξιούχος κόβει το ποτό, κόβει τα κρέατα, κόβει τον καφέ, κόβει το σεξ, δεν ξέρω τι άλλο, όχι όμως ότι κόβει και το νήμα της ζωής του, για το κάνουμε λίγο ποιητικότερο λες κι έτσι θα πεθάνουμε λιγότερο, αλλά τέλος πάντων. Όλα άλλαξαν απ’ όταν επί εποχής ακόμα δημόσιου ιατροφαρμακευτικού – συνταξιοδοτικού συστήματος, ανακοινώθηκε το απίθανο: δεν αυξάνονται τα όρια συνταξιοδότησης, αντιθέτως μειώνονται. Όλοι σύνταξη στα πενήντα πέντε, αλλά μόνο για δέκα χρόνια. Σωστό μου φάνηκε τότε. Όταν κάποιος καταφέρνει να ζήσει δέκα ολόκληρα χρόνια με τέτοια σύνταξη, πρόωρη, άρα μικρή, τότε είναι υπεράνθρωπος, ημίθεος, ήρωας, μην πω κάτι παραπάνω, ικανός να ξαναδουλέψει και βλέπουμε. Φυσικά όλοι στάθηκαν απέναντι σε αυτή την πιθανή εξέλιξη, οπότε πονηρά ο αρμόδιος υπουργός απέσυρε την πρόταση και κήρυξε την υποχρεωτική ιδιωτική ασφάλιση με σύνθημα., «Όσο ζεις θα την παίρνεις». Τη σύνταξη. Όσο ζεις όμως και δεν είμαι σίγουρος πόσο ακόμα θα ζήσω εγώ.
      Την πρώτη συνταξιοδοτική μέρα μου αισθάνθηκα ότι κάποιος με παρακολουθεί. Ήλπιζα να μου έκανε αυτή την τιμή ένας δορυφόρος, άντε ένας κοριός της ΕΥΠ, ακόμα και μια μυστική κάμερα κρυμμένη στην τσάντα ρεπόρτερ απέναντί μου. Ποιος ήμουν εγώ όμως για να μου επιδικάσουν τέτοια δαπάνη!.. Έναν κοντό καραφλίτσο πενηντάρη διέκρινα στραμμένο πάνω μου με μπέιμπι φέις, ντύσιμο από καλάθι και μεγάλη βαρεμάρα στο περπάτημα. Σκέφτηκαν να παραπονεθώ στην ασφαλιστική μου, γιατί νομίζω και μιλάω σοβαρά, ότι μου άξιζε ένας δολοφόνος αν όχι επιπέδου ταινιών Τζέιμς Μποντ, έστω επιπέδου κακών του ελληνικού σινεμά. Ας με καθάριζε ο Μπάμπης ο Σουγιάς, που λέει ο λόγος. Δεν παραπονέθηκα όμως, ούτε γι’ αυτό ούτε για την ίδια τη μοίρα μου, αφού, ως γνωστόν δεν είναι γραμμένη εκ των προτέρων, αλλά την χαράσσουμε εμείς οι ίδιοι. Δυστυχώς ο θάνατός μου θα είναι πεζός και θα φανεί σαν ατύχημα, σύγκρουση, ας πούμε, με διερχόμενη αμέριμνη σφαίρα. Πάλι εγώ θα φταίω.
     Υπογράφοντας το συμφωνητικό με την ιδιωτική εταιρεία για την αποκλειστική ασφάλισή μου, υπέγραφα την καταδίκη μου με συμβόλαιο θανάτου, που θα πλήρωνα έμμεσα εγώ με τα ασφάλιστρα που δεν θα καταβάλλονταν ποτέ στον τάφο μου. Δε θέλω να σκέφτομαι αστεία όπως ότι αυτή η εξέλιξη θα εκπλήρωνε το εφηβικό μου όνειρο ότι δε θα γεράσω ποτέ. Θα προτιμούσα να εκπλήρωνε το «Δε θα πεθάνουμε ποτέ, κουφάλα νεκροθάφτη», άντε το «Δε θα ξοφλήσουμε ποτέ, κουφάλα τραπεζίτη». Το «ξοφλάειν, εξοφλείν» φυσικά με την έννοια του «πεθαίνω». Όμως όπως θα έλεγε ο Κύπριος ρεσεψιονίστ-αφυπνιστής, ήρθεν η ώραν μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: