Κασσανδραποδισμός
«Αν κάνουμε απεργία θα μας απολύσει.»
Η Κασσάνδρα το είπε στους συναδέλφους της, όπως όλα μία φορά, εκείνοι δεν την πίστεψαν, ίσως επειδή τους έριχνε το αγωνιστικό ηθικό ή γιατί προφήτευε κάτι δυσάρεστο. Ό,τι και να ίσχυε, λάθος έκαναν, όπως ακόμα και η μυθολογία αποδεικνύει.
Ναι, όλα ήταν εναντίον της πρόβλεψής της. Οι απολύσεις εν μέσω πανδημίας είχαν απαγορευτεί, τα πρόστιμα μάλιστα, σε περίπτωση παραβίασης του σχετικού νόμου, χαρακτηρίστηκαν ως εξοντωτικά για τους εργοδότες. Οι συνάδελφοί της αποκάλεσαν την Κασσάνδρα δειλή, μέχρι και όργανο του αφεντικού, που, κατά τη γνώμη τους, κινδυνεύει με την απεργία να χάσει πολλά εκατομμύρια από παραγγελίες που δεν θα εκτελεστούν και θα είναι αναγκασμένος να πληρώσει ρήτρες.
«Εσείς παίζετε το παιχνίδι του αφεντικού», αντέκρουσε η Κασσάνδρα. Τους θύμισε στη συνέχεια ότι οι νόμοι δεν ψηφίζονται για να εφαρμόζονται, αλλά για να φαίνονται. Τα παραθυράκια κάθε νόμου επιτρέπει σε άλλον να μπει και να τα διαλύσει το πνεύμα του νομοθέτη δικαιώνοντας την υστεροβουλία του, ώστε το γράμμα του νόμου να τον απαλλάξει από το πνεύμα που δεν διαθέτει πια σε συνθήκες κρίσης και απειλής φτωχοποίησής του.
Μετά από ένα μήνα, στο εργοστάσιο της πόλης απασχολούνταν άλλοι, φθηνότεροι, χωρίς να ξέρουν ότι έρχεται και η δική τους σειρά.
Ο εργοδότης μόλις έμαθε για την κήρυξη δούλευαν , παρήγγειλε σαμπάνιες να κεράσει τους κοντινούς του διοικητικούς υπαλλήλους που από κείνη τη στιγμή είχαν πολλή δουλειά μπροστά τους. Και όλα ξεκίνησαν από τον «υγειονομικό», ο οποίος με ένα απλό τηλεφώνημα σε κατώτερο υπάλληλο του υπουργείου παρήγγειλε τεστ ανίχνευσης κορονοϊού.
Μία ώρα μετά κατέφθασαν στην πόλη πέντε ιδιωτικά κινητά συνεργεία. Ξεκίνησαν υποχρεωτικά τεστ σε όποιον έβρισκαν μπροστά τους, κρατούσαν τα στοιχεία του και αυτομάτως τον είχαν χρεώσει μέσω της εφορίας την πληρωμή τους, τριακόσια ευρώ ακατέβατα.
Την επόμενη ημέρα ο αριθμός επιβεβαιωμένων κρουσμάτων στην πόλη ξεπέρασε το εκατό, που ήταν το ημερήσιο ρεκόρ για όλη τη χώρα από την αρχή της πανδημίας.
Αυτομάτως η πόλη έπεσε σε τοπικό λοκντάουν, κάτι που έδινε το δικαίωμα να καταγγείλει ο εργοδότης τις συμβάσεις με τους εργαζόμενούς τους και τους έθετε σε εκ περιτροπής εργασία. Δηλαδή, μπορούσε να τους φωνάξει για εργασία όποτε και για όσες ώρες ήθελε. Δεν τους κάλεσε ποτέ και προσέλαβε άλλους, λιγότερους, φθηνότερους που θα δούλευαν περισσότερο κερδίζοντας έτσι κι ένα παχυλό αναπτυξιακό επίδομα, επειδή έτσι επένδυε και συνέβαλε στην ανάκαμψη της οικονομίας, σύμφωνα με έναν σχετικό νόμο και κανέναν άλλο. Μέχρι να βρεθούν οι νέοι εργαζόμενοι το εργοστάσιο δεν λειτουργούσε εξαιτίας της απεργίας, που, σημειώνουμε, είχε 100% επιτυχία, κάτι που τονίστηκε και από την τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση που έστειλε αγωνιστικό χαιρετισμός στους εργάτες, από το παραθεριστικό κέντρο όπου είχαν καταλύσει τα μέλη της διοίκησης.
Πόσα χρήματα έχασε άραγε το αφεντικό όμως από την πτώση της παραγωγής, όπως πολύ σωστά είχαν προβλέψει όσοι διαφωνούσαν με την Κασσάνδρα; Τίποτα απολύτως, αντιθέτως κέρδισε κιόλας, αφού το κράτος ήταν υποχρεωμένο να αποζημιώσει τον επιχειρηματία, που και χωρίς την απεργία, με το λοκντάουν δε μπορούσε να παραδώσει την παραγωγή στους πελάτες του, άρα δικαίως θα σταματούσε τη λειτουργία του εργοστασίου με λοκάουτ, το οποίο όμως θα τον υποχρέωνε να πληρώσει τους εργαζόμενους, δίκαιος νόμος για να φαίνεται, όχι για να εφαρμόζεται.
Πέρασε ο καραντινάτος μήνας, το λοκντάουν άρθηκε και κανείς στην πόλη δεν ξαναμίλησε πια στην Κασσάνδρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου