Δεν κατάλαβα τι πρόβλημα έχουν με τη δήλωση του Γλέζου για εσωτερικό υποχρεωτικό δανεισμό. Δηλαδή ποιος διαφωνεί να πέσει ένα γερό χαράτσι σε όσους βγάζουν πάνω από 8.500 € το μήνα; (100.000 € το χρόνο) Να μας το πει ποιος διαφωνεί να το σημειώσουμε.
Του Κίτσου
Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
“Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
όπ’ έχουν κλέφτες σύνοδο, όπ’ έχουν τα λημέρια”.
Τον Κίτσο τον επιάσανε, στην φυλακή τον πάνε,
χίλιοι τον πάν’ από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω,
κι όλο ξοπίσω πήγαινεν η δόλια του η μανούλα.
»Κίτσο μου που ‘ναι τ’ άρματα, που τα χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;».
«Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,
μόν’ κλαις τα ‘ρημα τ’ άρματα, τα ‘ρημα τα τσαπράζια;».
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά (Των Κολοκοτρωναίων)
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ’ αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
που ‘χουν τ’ ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γη να την πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα πολεμάνε,
καβάλα πάν’ στην εκκλησιά, καβάλα προσκυνάνε,
καβάλα παίρν’ αντίδερο απ’ του παπά το χέρι.
Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους άγιους,
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
»Χριστέ μας, ‘βλόγα τα σπαθιά, ‘βλόγα μας και τα χέρια».
Κι ό Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
»Τούτ’ οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ’ είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ’, στον τόπο σου, Νικήτα, στο Λοντάρι,
εγώ πάω στην Καρύταινα, πάω στους εδικούς μου,
ν’ αφήσω τη διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου,
’τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου