Ο τουρισμός σώθηκε, γιατρέ μου. Ασχολούμαι τώρα με ένα σενάριο αγοραστικής φαντασίας.
Ξένοι τουρίστες (καλούμενοι και «άπλυτοι») δεν σκοπεύουν να έρθουν στην Ελλάδα των πλουσίων τιμών.
Οι ντόπιοι πρωτευουσιάνοι όμως (καλούμενοι και «Βλάχοι») καραδοκούν.
Η ακρίβεια στα ράφια των σούπερ-μάρκετ σώζει τον τουρισμό κατά το δοκούν.
Στις πόλεις πια θα κάνει διακοπές μόνο η ΔΕΗ.
Μιλιούνια, στίφη και ορδές βαρβάρων (καλούμενοι και «γυφτοτουρίστες») ξεχύνονται σαν σταυροί ψηφοδελτίων στα νησιά.
Εγκαθίστανται στα καλύτερα ξενοδοχεία (καλούμενα και «ρεντρούμια») σίγουροι ότι φεύγοντας κανείς τους δε θα πληρώσει.
Τι μπορεί να τους κάνουν οι ξενοδόχοι, οι εστιάτορες ή οι καφετζήδες; (οι καλούμενοι και «κλαμπάδες»)
Θα ζητάνε να πάρουν τα λεφτά τους; Ζούμε στην πιο περήφανη κι ένδοξη χώρα της υφηλίου. Εδώ όποιοι αγενείς ζητούν λεφτά, (καλούμενοι και «του ’60 οι εκδρομείς») παίρνουν τα τρία τους ο καθένας καπάρο μαζί με τη χλεύη των άλλων για πρώτη δόση.
Τα βράδια οι βάρβαροι τουρίστες ξαμολιούνται στα μποστάνια και τις χασισοφυτείες, αρπάζουν φρούτα, ζαρζαβατικά και φύλλα για να περάσουν το χειμώνα. Τα κοτέτσια και τα κοκορέτσια ερημωμένα.
Μόνο κάτι πούπουλα στενάζουν μαγκωμένα στο κοτόσυρμα τρέμοντας σαν φυλλοκάρδια στα τελευταία μελτέμια της παλιάς καλής εποχής.
Τα τρακτέρ των νησιών κουρσεμένα από δύσμοιρους τζιπάδες (καλούμενοι και «αγρότες του Κολωνακίου») για να εξασφαλίσουν το πετρέλαιο για τα κατάλληλα μετασκευασμένα οχήματά τους.
Ποιος μπορεί να εμποδίσει τους νεοπειρατές; Ποιος θα φωνάξει αστυνομικούς; (καλούμενοι και «μπουγαδοκλέφτες») Και γιατί να τους φωνάξει; Για να πάρουν ό,τι θα έχει μείνει;
Λύση η αυτοδικία; Μάλλον όχι, διότι αν οι αγρότες περιμένουν τους σαλταδόρους των μποστανιών με ντουφέκια, θα τα χάσουν κι αυτά, γιατί θα είναι χρήσιμα το χειμώνα στις πόλεις.
Οι καραβιές της επιστροφής του Σεπτεμβρίου μια φίσκα εφόδια: εκτός από τα ζαρζαβατικά και τις κότες για τ’ αβγό ημέρας, έχουμε στην κουβέρτα του πλοίου και λάδι, (καλούμενο και «φάε βράδυ») κατσίκια, αγελάδες για το κρέας και το γάλα, ενώ τα μαντρισμένα πρόβατα δίπλα στο φουγάρο, θα χρησιμοποιούνται και για το μαλλί της γριάς. (Που το κλώθει, το γνέθει η γριά για να πλέξει πουλόβερ και την κάλτσα του στρατιώτη)
Βλέπω καράβια με τσαμπιά σταφύλια για το κρασάκι της γιορτής, μελίσσια για το μέλι και το κεράκι της Λαμπρής, βλέπω αλυσοδεμένες κόρες νησιωτών για το στριπτιζάκι της γειτονιάς, το πλύσιμο και το σφουγγάρισμα των μαρμαρένιων αλωνιών, (καλούμενα και «πολυκατοικίες δανείου») βλέπω μια χώρα ευτυχή. Τι πίνω;
Ξένοι τουρίστες (καλούμενοι και «άπλυτοι») δεν σκοπεύουν να έρθουν στην Ελλάδα των πλουσίων τιμών.
Οι ντόπιοι πρωτευουσιάνοι όμως (καλούμενοι και «Βλάχοι») καραδοκούν.
Η ακρίβεια στα ράφια των σούπερ-μάρκετ σώζει τον τουρισμό κατά το δοκούν.
Στις πόλεις πια θα κάνει διακοπές μόνο η ΔΕΗ.
Μιλιούνια, στίφη και ορδές βαρβάρων (καλούμενοι και «γυφτοτουρίστες») ξεχύνονται σαν σταυροί ψηφοδελτίων στα νησιά.
Εγκαθίστανται στα καλύτερα ξενοδοχεία (καλούμενα και «ρεντρούμια») σίγουροι ότι φεύγοντας κανείς τους δε θα πληρώσει.
Τι μπορεί να τους κάνουν οι ξενοδόχοι, οι εστιάτορες ή οι καφετζήδες; (οι καλούμενοι και «κλαμπάδες»)
Θα ζητάνε να πάρουν τα λεφτά τους; Ζούμε στην πιο περήφανη κι ένδοξη χώρα της υφηλίου. Εδώ όποιοι αγενείς ζητούν λεφτά, (καλούμενοι και «του ’60 οι εκδρομείς») παίρνουν τα τρία τους ο καθένας καπάρο μαζί με τη χλεύη των άλλων για πρώτη δόση.
Τα βράδια οι βάρβαροι τουρίστες ξαμολιούνται στα μποστάνια και τις χασισοφυτείες, αρπάζουν φρούτα, ζαρζαβατικά και φύλλα για να περάσουν το χειμώνα. Τα κοτέτσια και τα κοκορέτσια ερημωμένα.
Μόνο κάτι πούπουλα στενάζουν μαγκωμένα στο κοτόσυρμα τρέμοντας σαν φυλλοκάρδια στα τελευταία μελτέμια της παλιάς καλής εποχής.
Τα τρακτέρ των νησιών κουρσεμένα από δύσμοιρους τζιπάδες (καλούμενοι και «αγρότες του Κολωνακίου») για να εξασφαλίσουν το πετρέλαιο για τα κατάλληλα μετασκευασμένα οχήματά τους.
Ποιος μπορεί να εμποδίσει τους νεοπειρατές; Ποιος θα φωνάξει αστυνομικούς; (καλούμενοι και «μπουγαδοκλέφτες») Και γιατί να τους φωνάξει; Για να πάρουν ό,τι θα έχει μείνει;
Λύση η αυτοδικία; Μάλλον όχι, διότι αν οι αγρότες περιμένουν τους σαλταδόρους των μποστανιών με ντουφέκια, θα τα χάσουν κι αυτά, γιατί θα είναι χρήσιμα το χειμώνα στις πόλεις.
Οι καραβιές της επιστροφής του Σεπτεμβρίου μια φίσκα εφόδια: εκτός από τα ζαρζαβατικά και τις κότες για τ’ αβγό ημέρας, έχουμε στην κουβέρτα του πλοίου και λάδι, (καλούμενο και «φάε βράδυ») κατσίκια, αγελάδες για το κρέας και το γάλα, ενώ τα μαντρισμένα πρόβατα δίπλα στο φουγάρο, θα χρησιμοποιούνται και για το μαλλί της γριάς. (Που το κλώθει, το γνέθει η γριά για να πλέξει πουλόβερ και την κάλτσα του στρατιώτη)
Βλέπω καράβια με τσαμπιά σταφύλια για το κρασάκι της γιορτής, μελίσσια για το μέλι και το κεράκι της Λαμπρής, βλέπω αλυσοδεμένες κόρες νησιωτών για το στριπτιζάκι της γειτονιάς, το πλύσιμο και το σφουγγάρισμα των μαρμαρένιων αλωνιών, (καλούμενα και «πολυκατοικίες δανείου») βλέπω μια χώρα ευτυχή. Τι πίνω;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου