είπα κι εγώ, βρε μάγκες μου, να κάνω μια πορνεία.
Παρκάρω το Ντατσούνι κι ατενίζω με αισιοδοξία το μέλλον.
και τη μπαίνω στη μητρόπολη της ενορίας μου.
Κιαλάρω μια μικρά και την ακολουθώ στην παρέλαση
του Έθνους και της Ελευθεροτυπίας που κράταγα
για ξεκάρφωμα χωμένη στη μασχάλη μου.
Στέκω δίπλα της κι όπως έμαθα με τον τρόπο μου,
Στέκω δίπλα της κι όπως έμαθα με τον τρόπο μου,
περίμενε να θαυμάσει την αδερφή της (αγόρι ήτανε)
που θα παρήλαυνε περήφανα ντυμένη Σουλιώτισσα.
Την κρίσιμη μαγική στιγμή τη βγάζω από τη δύσκολη θέση
του τρακαδόρου και της δίνω οικιοθελώς δύο εικοσάλεπτα
να τα ρίξει στην παρελαύνουσα αδερφό της, αντί για ροδοπέταλα.
Η μικρά ευτυχεί ιδιαιτέρως θωρώντας τον αδερφή τηςνα προσπαθεί ν’ αποφύγει το κέρμα που πάγαινε στούκας κατακέφαλα.
Έτσι η αδελφίστικη ιστορική φιγούρα και φαγούρα τρώει μια σαβούρδα
και στο τέλος η σημαία που κράταγε ήρθε καπάκι
στο κεφάλι του δημάρχου που σούρθηκε ο έρμος να βοηθήσει.
Είχε τα νεύρα του η τελευταίος Σουλιώτισσα.
Η μικρά όμως δίπλα μου γέλαγε κι απ’ τα’ αυτιά της.
Γυρνά και με κοιτά στα μάτια και μου λέει δειλά:
«Ευχαριστώ, καυλιάρη άντρα».
Εγώ τότε, πιστός στο (οινο)πνεύμα του στρατηλάτη Μεγάνθιμου,
της αμολάω με σταθερή φωνή γεμάτη στόμφο Εθνικού Θεάτρου:
«Μωρό μου πάμε στα Γκούντις
να μεθύσουμε με το αθάνατο κρασί του εικοσιένα;»
Μετά με παντρεύτηκε με πολιτικό γάμο. (Όχι η μικρά, μια άλλη)
Τότε κατάλαβα γιατί σήμερα οι παλιοί συμμαθητές μου
(ή συμμαθήτριες) με δυο παιδιά μαθητές (ή μαθήτριες) δημοτικού ο καθένας,
στις εκπαιδευτικές παρελάσεις λένε «Ναι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου