Γιατρέ μου,
Νομίζω, η κοινωνία καταδίκασε τον αρχιφύλακα του Αστυνομικού Τμήματος Ομονοίας επειδή ουσιαστικά δεν έδειρε ο ίδιος τους κρατούμενους, αλλά, μετά από υποδείξεις, έβαλε τον έναν να δέρνει τον άλλο.
Γιατρέ μου,
Μήπως, είδαμε έναν αρχιφύλακα να κάνει κάτι που ώρες-ώρες θέλουν να κάνουν πολλοί από μας, αλλά το απαγορεύει η ανατροφή και οι δεσμεύσεις του «τι θα πει ο κόσμος»; Μήπως και οι άλλοι αστυνομικοί που συμμετείχαν στο βασανισμό σκέφτονταν όπως εμείς;
Γιατρέ μου,
Μήπως χρειαζόμαστε κακούς αστυνομικούς για να αισθανόμαστε καλύτεροί τους; Μήπως χρειαζόμαστε και μετανάστες, τους οποίους όλοι θεωρούμε κατώτερούς μας; Αλλιώς πού θα ξεσπάγαμε; Στις γυναίκες μας; Στα παιδιά μας; Η εμπειρία μας λέει ότι δε μας πολυπαίρνει. Μήπως θα ξεσπάγαμε στ’ αφεντικά μας; Στη μαύρη μοίρα μας; Στην ηλιθιότητά μας; Αυτά αποκλείονται διά ροπάλου, διότι ακριβώς επειδή υπάρχουν τ’ αφεντικά μας, η μαύρη μοίρα μας και η ηλιθιότητά μας πρέπει να βρούμε κάπου να ξεσπάσουμε. Μήπως ευτυχώς που υπάρχουν αλλοδαποί; Όπως τραγουδά ο Π”Κων/νου, «Ευτυχώς που υπάρχουν πουτάνες».
Γιατρέ μου,
Ο συλλογισμός μου με οδηγεί, στη σκέψη ότι καταδικάζουμε τον αρχιφύλακα-βασανιστή, επειδή δεν πρόσεχε κι έτσι βγήκε στον αέρα η ενέργεια που έκανε αυτός ανθ’ ημών. Δηλαδή είδε όλος ο κόσμος τα χάλια μας. Είδε όλος ο κόσμος την κακία μας. Είδε όλος ο κόσμος το ρατσιστικό μας μεδούλι. Μας καταδίκασε όλος ο κόσμος, δηλαδή εμείς εμάς. Ού να χαθείς ώ αρχιφύλαξ!
Γιατρέ μου,
Μήπως καταδικάσαμε τον «Αρχιφύλαξ της Ομονοίας» για να δείξουμε στον καθρέφτη μας ότι κατά βάθος εμείς είμαστε οι καλοί αστυνομικοί που δεν θα το έκαναν αυτό; Τους καλούς αστυνομικούς μήπως τους θέλουμε κρυμμένους μέσα μας κι όχι να κυκλοφορούν ελεύθερα κι απροκάλυπτα θυμίζοντάς μας ότι είμαστε αγωνιστές της πορδής που δε μπορούν να φορτώσουν στο κακό σύστημα την αποτυχία τους;
Γιατρέ μου,
Χθες βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι βράβευα τους κακούς της ζωής μου.
Ευτυχώς, σκέφτομαι τώρα, που υπάρχουν κακοί αστυνομικοί, αλλιώς δε θα έβρισκα κανέναν άλλο χειρότερό μου.
Ευτυχείς όσοι από εμάς είχαμε κακούς δασκάλους στο σχολεία. Αλλιώς πού θα ρίχναμε σήμερα το φταίξιμο για την ασχετοσύνη μας;
Ευτυχείς όσοι εξ ημών είχαν συνάψει κακούς δεσμούς, αλλιώς πού θα έριχναν την αγαμία τους;
Ας είναι ευτυχείς και όσοι εξ ημών διαθέτουν υψηλόμισθους στη δουλειά τους, αλλιώς πού θα έριχναν την αφραγκία τους;
Ας ευτυχούν και όσοι είχαν παλιούς συμμαθητές ή απλούς γνωστούς και φίλους που πέτυχαν κάτι στη ζωή τους με μέσον και τη βοήθεια του μπαμπά τους.
Ευτυχώς που υπήρχαν οι «άοπλοι Ι4» στη μονάδα που υπηρετούσαμε, αλλιώς πού θα ρίχναμε τη γκαντεμιά μας να φυλάμε σκοπιά μέχρι που απολυθήκαμε;
Ευτυχώς που υπάρχουν οι εξαμηνίτες στρατεύσιμοι, αλλιώς πού θα ρίχναμε την αποτυχία μας να μην υπηρετήσουμε καθόλου;
Ευτυχώς που υπάρχουν οι τσάτσοι στο στρατό, αλλιώς πού θα ρίχναμε την ανικανότητα του σογιού μας να μας βάλει να φυλάμε την πατρίδα κάπου στην Αθήνα.
Ευτυχώς που υπάρχουν πουλημένοι συνδικαλιστές, αλλιώς πού θα ρίχναμε το φόβο μας να παλέψουμε για κάτι καλύτερο;
Γιατρέ μου,
Μέχρι να γίνουμε έξι ετών της πρώτης Δημοτικού χρειαζόμαστε τους μικρόσωμους για να δέρνουμε.
Στο σχολείο χρειαζόμαστε και τους χαζούς ή τους αγαθούς έξυπνους για να κοροϊδεύουμε.
Στο χωριό χρειαζόμαστε τους διαφορετικούς που θα βαπτίσουμε και θα «κάνουμε» τρελούς.
Στο στρατό χρειαζόμαστε τους ψάρακλες.
Στην τηλεόραση χρειαζόμαστε τους Ζετέμηδες και τους Κουσκούσηδες.
Στην πολιτική μας απραξία χρειαζόμαστε γραφικούς παραθυρόβιους πολιτικούς.
Στην αθεράπευτης καθισιά μας χρειαζόμαστε κακούς παίκτες της ομάδας που υποστηρίζουμε.
Στην ενηλικίωσή μας χρειαζόμαστε την εφηβεία μας για να την κοροϊδεύουμε.
Στα γεράματά μας χρειαζόμαστε τους πεθαμένους φίλους μας για να νοιώθουμε ανώτεροι απέναντΙ σ' αυτούς και στο χρόνο.
Και για να μην σκεφτόμαστε με φόβο το πού θα καταλήξουμε, χρειαζόμαστε κακούς αστυνομικούς, κακούς δικαστές, κακούς δεσμοφύλακες, κακούς γιατρούς, κακούς παπάδες και κακούς αγγέλους.
Τι χρωστάω, γιατρέ μου;
Νομίζω, η κοινωνία καταδίκασε τον αρχιφύλακα του Αστυνομικού Τμήματος Ομονοίας επειδή ουσιαστικά δεν έδειρε ο ίδιος τους κρατούμενους, αλλά, μετά από υποδείξεις, έβαλε τον έναν να δέρνει τον άλλο.
Γιατρέ μου,
Μήπως, είδαμε έναν αρχιφύλακα να κάνει κάτι που ώρες-ώρες θέλουν να κάνουν πολλοί από μας, αλλά το απαγορεύει η ανατροφή και οι δεσμεύσεις του «τι θα πει ο κόσμος»; Μήπως και οι άλλοι αστυνομικοί που συμμετείχαν στο βασανισμό σκέφτονταν όπως εμείς;
Γιατρέ μου,
Μήπως χρειαζόμαστε κακούς αστυνομικούς για να αισθανόμαστε καλύτεροί τους; Μήπως χρειαζόμαστε και μετανάστες, τους οποίους όλοι θεωρούμε κατώτερούς μας; Αλλιώς πού θα ξεσπάγαμε; Στις γυναίκες μας; Στα παιδιά μας; Η εμπειρία μας λέει ότι δε μας πολυπαίρνει. Μήπως θα ξεσπάγαμε στ’ αφεντικά μας; Στη μαύρη μοίρα μας; Στην ηλιθιότητά μας; Αυτά αποκλείονται διά ροπάλου, διότι ακριβώς επειδή υπάρχουν τ’ αφεντικά μας, η μαύρη μοίρα μας και η ηλιθιότητά μας πρέπει να βρούμε κάπου να ξεσπάσουμε. Μήπως ευτυχώς που υπάρχουν αλλοδαποί; Όπως τραγουδά ο Π”Κων/νου, «Ευτυχώς που υπάρχουν πουτάνες».
Γιατρέ μου,
Ο συλλογισμός μου με οδηγεί, στη σκέψη ότι καταδικάζουμε τον αρχιφύλακα-βασανιστή, επειδή δεν πρόσεχε κι έτσι βγήκε στον αέρα η ενέργεια που έκανε αυτός ανθ’ ημών. Δηλαδή είδε όλος ο κόσμος τα χάλια μας. Είδε όλος ο κόσμος την κακία μας. Είδε όλος ο κόσμος το ρατσιστικό μας μεδούλι. Μας καταδίκασε όλος ο κόσμος, δηλαδή εμείς εμάς. Ού να χαθείς ώ αρχιφύλαξ!
Γιατρέ μου,
Μήπως καταδικάσαμε τον «Αρχιφύλαξ της Ομονοίας» για να δείξουμε στον καθρέφτη μας ότι κατά βάθος εμείς είμαστε οι καλοί αστυνομικοί που δεν θα το έκαναν αυτό; Τους καλούς αστυνομικούς μήπως τους θέλουμε κρυμμένους μέσα μας κι όχι να κυκλοφορούν ελεύθερα κι απροκάλυπτα θυμίζοντάς μας ότι είμαστε αγωνιστές της πορδής που δε μπορούν να φορτώσουν στο κακό σύστημα την αποτυχία τους;
Γιατρέ μου,
Χθες βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι βράβευα τους κακούς της ζωής μου.
Ευτυχώς, σκέφτομαι τώρα, που υπάρχουν κακοί αστυνομικοί, αλλιώς δε θα έβρισκα κανέναν άλλο χειρότερό μου.
Ευτυχείς όσοι από εμάς είχαμε κακούς δασκάλους στο σχολεία. Αλλιώς πού θα ρίχναμε σήμερα το φταίξιμο για την ασχετοσύνη μας;
Ευτυχείς όσοι εξ ημών είχαν συνάψει κακούς δεσμούς, αλλιώς πού θα έριχναν την αγαμία τους;
Ας είναι ευτυχείς και όσοι εξ ημών διαθέτουν υψηλόμισθους στη δουλειά τους, αλλιώς πού θα έριχναν την αφραγκία τους;
Ας ευτυχούν και όσοι είχαν παλιούς συμμαθητές ή απλούς γνωστούς και φίλους που πέτυχαν κάτι στη ζωή τους με μέσον και τη βοήθεια του μπαμπά τους.
Ευτυχώς που υπήρχαν οι «άοπλοι Ι4» στη μονάδα που υπηρετούσαμε, αλλιώς πού θα ρίχναμε τη γκαντεμιά μας να φυλάμε σκοπιά μέχρι που απολυθήκαμε;
Ευτυχώς που υπάρχουν οι εξαμηνίτες στρατεύσιμοι, αλλιώς πού θα ρίχναμε την αποτυχία μας να μην υπηρετήσουμε καθόλου;
Ευτυχώς που υπάρχουν οι τσάτσοι στο στρατό, αλλιώς πού θα ρίχναμε την ανικανότητα του σογιού μας να μας βάλει να φυλάμε την πατρίδα κάπου στην Αθήνα.
Ευτυχώς που υπάρχουν πουλημένοι συνδικαλιστές, αλλιώς πού θα ρίχναμε το φόβο μας να παλέψουμε για κάτι καλύτερο;
Γιατρέ μου,
Μέχρι να γίνουμε έξι ετών της πρώτης Δημοτικού χρειαζόμαστε τους μικρόσωμους για να δέρνουμε.
Στο σχολείο χρειαζόμαστε και τους χαζούς ή τους αγαθούς έξυπνους για να κοροϊδεύουμε.
Στο χωριό χρειαζόμαστε τους διαφορετικούς που θα βαπτίσουμε και θα «κάνουμε» τρελούς.
Στο στρατό χρειαζόμαστε τους ψάρακλες.
Στην τηλεόραση χρειαζόμαστε τους Ζετέμηδες και τους Κουσκούσηδες.
Στην πολιτική μας απραξία χρειαζόμαστε γραφικούς παραθυρόβιους πολιτικούς.
Στην αθεράπευτης καθισιά μας χρειαζόμαστε κακούς παίκτες της ομάδας που υποστηρίζουμε.
Στην ενηλικίωσή μας χρειαζόμαστε την εφηβεία μας για να την κοροϊδεύουμε.
Στα γεράματά μας χρειαζόμαστε τους πεθαμένους φίλους μας για να νοιώθουμε ανώτεροι απέναντΙ σ' αυτούς και στο χρόνο.
Και για να μην σκεφτόμαστε με φόβο το πού θα καταλήξουμε, χρειαζόμαστε κακούς αστυνομικούς, κακούς δικαστές, κακούς δεσμοφύλακες, κακούς γιατρούς, κακούς παπάδες και κακούς αγγέλους.
Τι χρωστάω, γιατρέ μου;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου