Ξύπνησα αργά το μεσημέρι και η πόλη έλειπε. Κανείς δεν ήταν στη δουλειά μου, δε θυμάμαι σε ποιο υπουργείο. Τηλεφώνησα να τους πω ότι αρρώστησα, αλλά ούτε οι τηλεφωνήτριες το σήκωσαν.
Άνοιξα το ψυγείο μου, το αντίκρισα άδειο, αλλά δε μ’ ενδιέφερε. Απλά στάθηκα μπροστά στην ανοιγμένη πόρτα του για να δροσιστώ χωρίς ν’ ανάψω το αιρκοντίσιον ή κάτι παραπλήσιον. Άλλωστε τέτοια πράματα δεν είχα.
Με δρόσισε λίγο η τηλεόραση. Είδα 5-6 γνωστούς άθεους να πηγαίνουν για επίσκεψη στον Χριστόδουλο. (Παρασκευαΐδης) Φυσικά δεν τον είδαν, βρισκόταν ακόμα στην εντατική, αλλά τους είδαν εκατομμύρια ψηφοφόρων μέσω των τηλεοπτικών καμερών.
Αρχικά μου φάνηκε κρύο αστείο η παράκληση της ΔΕΗ να μην καταναλώνουμε ρεύμα, αλλά μου άρεσε, μέσα στους 47 βαθμούς. Χάρηκα και που η χώρα μας έκανε επιτέλους ένα παγκόσμιο ρεκόρ: σε ζέστη περάσαμε και το Μπαχρέιν.
Κρύος ιδρώτας μ' έκοψε και δροσίστηκα όταν άκουσα από την ΕΥΔΑΠ ότι δε θέλει ν' ανοίγουμε βρύσες.
Τι να κάνω, πετάχτηκα στο κοντινό σιντριβάνι κι έκανα ένα μπανάκι δίπλα σε μια Σουηδή κοντά 60 ετών ή μάλλον ξεχασμένη εκεί από τη δεκαετία του ’60 που οι ελληνόφωνοι φλώροι, για κάποιο λόγο, τη γράφουν «τα ’60’s». Όπως έσκυψα στο σιντριβάνι να ξεβγάλω τη μούρη μου από τον αφρό ξυρίσματος, είδα κι ένα εικόνισμα του Αβραμόπουλου, δίπλα σε πολλά κέρματα. Προφανώς από ευχές για να πάει καλά το κόμμα του που εκπλήρωσε υπόσχεση πριν τη δώσει: «Σιντριβανάκια και κάγκελα παντού».
Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που μετά τις 12 οι δρόμοι της Αθήνας γέμισαν συναδέλφους μου δημοσίους υπαλλήλους που βαριόνταν να περπατάνε, αφού δεν παίρναν ειδικό εκτός έδρας επίδομα. «Τι κάνουν οι δημόσιοι εδώ;» ρώτησα δήθεν άσχετος, τον εαυτό μου, ο οποίος μου απάντησε σχεδόν αμέσως ενθυμούμενος προεκλογική δέσμευση του υπουργού Εσωτερικών. «Αφού δε δούλευαν που δε δούλευαν, για να μην καίνε ρεύμα στις υπηρεσίες ο Παυλόπουλος τους έστειλε σπίτια τους.» Ορισμένους είδα πως είχαν παραμάσχαλα και το αιρκοντίσιον του γραφείου τους, προφανώς για δουλειά στο σπίτι.
Βρισκόμουν στο δήμο Αγίου Δημητρίου, (Μπραχάμι) όταν ο ψαράς της γειτονιάς πριν μου δώσει μισό κιλό γαύρο με πληροφόρησε περήφανος ότι βρισκόμουν πια στο δήμο Παλαιού Φαλήρου. «Άρχισαν από τώρα οι συγχωνεύσεις δήμων», μου εξήγησε ο εαυτός μου. Για να είναι ικανοποιημένος ο κόσμος, οι δεύτεροι δήμοι ενώνονται και παίρνουν τ’ όνομα των πρώτων. Το Ίλιον (Νέα Λιόσια) ονομάζεται πλέον Κάτω-Κάτω Κηφισιά, το Αιγάλεω Δυτική Εκάλη, ενώ το Χαϊδάρι, ως παραθαλάσσιο καλείται Πέρα Βούλα.
Δεν συνέχισα το συλλογισμό μου, γιατί βρέθηκα ξαφνικά σ’ ένα νοσοκομείο, προφανώς για να βρω δροσιά, αλλά αισθανόμουν ότι πάγωσα. Είδα ξαφνικά πάνω μου να γέρνει το πρόσωπο της γυναίκας μου. «Δεν είναι αυτός», είπε στον ιατροδικαστή που έκλεισε το συρτάρι μου και το φως.
Αργότερα έμαθα ότι βρισκόμουν σε νεκροτομείο, προφανώς νεκρός και ότι η σύζυγός μου συνέχιζε να εισπράττει το μισθό μου από τον τραπεζικό μου λογαριασμό, αφού κανείς στην υπηρεσία δεν πρόσεξε ότι έλειπα.
Με κατάλαβαν μόνο, πολλά χρόνια μετά, όταν θα έκλεινα τα 72 και ήταν να συνταξιοδοτηθώ. Απόρησε ο προϊστάμενός μου που δεν έκανα ποτέ αίτηση συνταξιοδότησης. «Δε βαριέσαι», είπε. «Αφού θέλει να συνεχίσει να δουλεύει, ας συνεχίσει.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου