7/5/07

ΣΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΜΑΣ


Ανάρτηση από 7/5/07
Καθόμουνα στου Λέντζου και έπινα φραπέ, όταν, από κάποιο μπαλκόνι της πίσω πολυκατοικίας, ακούστηκε βραχνό ραδιόφωνο να μεταδίδει τραγούδι με τζουράδες και βιολιά.

Μετά από τρία λεπτά είχα ακούσει Γερμανούς που τραγούδησαν σε σπαστά ελληνικά «ρεμπέτικο» για κάποια «ξακουστή» ντιζέζ με ντέφι και κοιλιά που έλαμπε παλλόμενη σαν φλας μες στην υπόγεια την ταβέρνα, που ήταν και καφέ αμάν, αρντάν της μοναξιάς τους στην άκρη της Στουτγάρδης, πέρα από τις κορυφογραμμές των εργοστασίων παραγωγής κατσαρολικών με δυο χρόνια εγγύηση.

Ο Τούρκος μετανάστης στάθηκε στο κεφαλόσκαλο της πόρτας, χάιδεψε το μουστάκι του και σκλάβωσε την κυρά με μια αστραπή στο μέτωπο που τύφλωνε τα μάτια της σαν απειλή από τσέτες. Του καβαλάρη το σπαθί αστράφτει μες στα σκέλια, χίλια χαρμάνια τους κοιτούν κι όλο βαρούν τα τέλια. Εκεί την κλέβει ξαφνικά τραβάει για τον Τσεσμέ του για τσάρκα σ’ ακροθαλασσιά καβάλα στο Μπεμβέ του.
Τότε ο Μάρκος Βαμβακάρης πρόβαλε απ’ το κάδρο πίσ’ απ’ τους καπνούς του τσιγάρου που ’χα απ’ ώρα αφημένο ν’ αργοστάζει στάχτη ερήμην στο τασάκι, δίπλα στο ποτήρι με ρακί που δεν υπήρχε. Και μου ψιθύρισε βαθιά, βαρύ νταλκά στ’ αυτί μου, που πίκρανε τη γλώσσα μου και την υπομονή μου:
«Κανείς εδώ δεν τραγουδά με λόγια σκάρτα ξένα,
οι Γερμανοί στον ύπνο σου σκάβουνε με την πένα
ένα γκρικ-άρτ-ι μπαγλαμά,
ξεκούρδιστη έχουν ένια.» 
Η παρέα από το ακριανό τραπέζι και οι δυο περαστικοί με τα κινητά έκπληκτα στα κεφάλια τους με είδαν και με άκουσαν να γελώ μέχρι δακρύων. Παραξενεύτηκαν οι φτωχοί. Δεν ήξεραν ότι ο νους μου πήγε στη Γιουροβίζιον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: