24/5/07

ΤΟ ΕΚΑΝΑ ΝΥΧΤΑ ΤΕΛΙΚΟΥ

Η νύχτα βιάστηκε να φτάσει στις δέκα και μισή. Από κει και πέρα θυμάμαι. Στους δρόμους δεν έβρισκες ψυχή ζώσα. Ήμουνα πτώμα. Σκούπισα τον ιδρώτα μου και ανέβηκα πάλι στον "Κίτσο" το παπί μου. Μοίραζα εκτάκτως πίτσες για να βγάλω κάνα φράγκο. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που πήγαν καλύτερα. Για τέσσερις σπέσιαλ, μία πικάντικη και δέκα μύθους χτύπησα ένα κουδούνι.


Η φωνή στο θυροτηλέφωνο μου φάνηκε γνωστή. Στο ρετιρέ άνοιξε η πόρτα και είδα μπροστά μου κάτι που κόντεψε να με ρίξει κάτω: τη νεράιδα, την αγαπημένη μου συμμαθήτρια, ονόματα δε λέμε, θα καταλάβετε γιατί. Με κοίταζε παραξενεμένη και με φόβο, λες κι αντίκρισε τον πυροσβέστη γυμνή. Ανάμεσα στα καλοφτιαγμένα φρύδια της διέκρινα να προδίδεται μια απροσδιόριστη -για μένα- σκέψη της. Έξυσε και λίγο την κοιλιά της με το φούξια νύχι της. Δεν ξεκόλλησα τα μάτια μου από το θρασύ στηθάκι της, παρά μόνο για να επιτρέψω στη ματιά μου να κάνει σλάλομ πάνω στα φρεσκοξυρισμένα ατέλειωτα πόδια της. Ήταν πιο όμορφη από ποτέ. Χάρηκα που βγήκα αληθινός: το έλεγα εγώ ότι το μαλλί της έπρεπε να το κοντύνει και να βάψει κορακίσιο.

Δεν είχα βρει ποτέ τη δύναμη να σταθώ όρθιος απέναντι στα γαλανά ελληστάϊκα μάτια της και να της πω ότι τη γουστάρω. Κάθε μέρα ήμουν έτοιμος να το κάνω στο επόμενο διάλειμμα. Στο κάθε επόμενο διάλειμμα, στο κάθε αύριο, μέχρι που τελειώσαμε το σχολείο και χαθήκαμε. Εγώ τελείωσα και το πανεπιστήμιο, χωρίς ποτέ ν' ακούσω κάτι γι' αυτή, ώσπου γυρνώντας από το στρατό βρήκα το προσκλητήριο γάμου της που έγινε ένα μήνα πριν απολυθώ. Η μάνα μου ήξερε και δεν μου είπε τίποτα.

Όλα αυτά πέρασαν από το μυαλό μου την ώρα που η "νεράιδα" μου με πλήρωνε. Ο άντρας της με άλλους τρεις-τέσσερις ξεφτίλες βλέπανε τον τελικό και στάζανε κάτω κομμάτια από φιστίκια, σταγόνες μπίρας και ιδρώτα. Εκτόξευαν ρεψίματα στο πολύφωτο και τα μυαλά τους ήταν καρφωμένα στην οθόνη. Τα προγούλια τους έκαναν ζέσταμα για να μπούνε αλλαγή. Η Νεράιδα βούτηξε τις τσάντες από τα χέρια μου και μου είπε ψιθυριστά να περιμένω. Πήγε και τους σερβίρισε. Δεν είμαι σίγουρος ότι το πρόσεξαν. Ήταν φανατικοί οπαδοί της Μίλαν και σίγουρα δεξιοί, αν κρίνω από τις λυμένες γραβάτες τους. Εκείνη επέστρεψε στη μισάνοιχτη πόρτα και την αμηχανία μου. Μου ζήτησε κάτι που θεώρησα αδύνατο: μου έκανε νόημα να περάσω μέσα. Δάγκωσα το κάτω χείλος μου, αρνήθηκα από μέσα μου, αλλά υπνωτισμένος πέρασα νυχοπατώντας στη μοκέτα. Διέσχισα σα σκιά το διάδρομο ακολουθώντας τα διακριτικά καπούλια της που πήγαιναν από τοίχο σε τοίχο και βρέθηκα πάνω στο διπλό κρεβάτι της. Εκείνη πάνω μου.

Το τελευταίο που θυμάμαι είναι ότι το πρωί ήμουνα πασάς και μου έφερε καφέ στο κρεβάτι. Ο άντρας της ακόμα δεν είχε γυρίσει από τα πανηγύρια στην Πλατεία Συντάγματος. Εγώ ήμουν από μικρός με τη Λίβερπουλ και λίγο με την Ίντερ. Ήταν η πρώτη φορά που χάρηκα για την ήττα της ομάδας μου και που πήρε το κύπελλο η μισητή Μίλαν, του απερίγραπτου Μπερλουσκόνι.

Κοντά στο μεσημέρι έσωσα κι άνοιξα το κινητό μου. Πήρα το μήνυμα από τον πιτσάρχη: δε θέλει να με ξαναδεί μπροστά του, που του την κοπάνησα ολόκληρη τη νύχτα. Δεν με πειράζει. Νομίζω, ανήκω σ' αυτούς που ξέρουν να χάνουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου